Η επόμενη σχέση
* του Ντίνου Γιώτη
Ο κύκλος που άνοιξε το 1992, όταν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με τη διεθνοποίησή του έβγαινε από τα χωρικά ύδατα της εγχώριας παραγωγής στα διεθνή ύδατα του παγκόσμιου κινηματογράφου, φαίνεται πως κλείνει.
Μπορεί τελικά να μη μετεξελίχθηκε σε «Κάνες των Βαλκανίων», ωστόσο κατάφερε να καθιερωθεί διεθνώς ως ένα σημαντικό φεστιβάλ.
Η αναζήτηση νέου στίγματος για τη συνέχιση της πορείας του, εν μέσω οικονομικής κρίσης, προκύπτει ξανά. Οχι μόνο εξαιτίας του αποτυχημένου «νόμου Γερουλάνου» που δίχασε την κινηματογραφική κοινότητα και συρρίκνωσε την παρουσία της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής στη Θεσσαλονίκη, αλλά και της ανάγκης για ανανέωση του ίδιου του θεσμού. Για τον εντοπισμό του νέου στίγματος πρέπει εξαρχής να απαντηθούν τρία βασικά ερωτήματα.
Πρώτο ερώτημα: Θέλει πραγματικά η Θεσσαλονίκη να έχει το δικό της φεστιβάλ ή απλώς αρκείται να το φιλοξενεί; Και αν θέλει, τι κάνει γι' αυτό; Οταν η διοίκηση του Φεστιβάλ εδρεύει στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, 500 χιλιόμετρα μακριά, το Φεστιβάλ μόνο τυπικά ανήκει στη Θεσσαλονίκη.
Η καταφατική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα προϋποθέτει, βεβαίως, οργανική και ουσιαστική σύνδεση του Φεστιβάλ με την πόλη της Θεσσαλονίκης και τους θεσμούς της επί 365 μέρες το χρόνο -με προβολές, διαλέξεις, αφιερώματα, σεμινάρια, εργαστήρια, αγορές, βιβλιοθήκες, συνέδρια κ.λπ.- και όχι μόνο στο δεκαήμερο των προβολών.
Δεύτερο ερώτημα: Σε ποιους και πού απευθύνεται; Ποια είναι η ταυτότητά του;
Στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης του κινηματογράφου τα φεστιβάλ γίνονται τόποι συνάντησης και ανάδειξης εθνικών σχολών και «διαφορετικών» ταινιών. Τι πρέπει να κάνει, λοιπόν, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για να κατοχυρώσει τη δική του διακριτή θέση;
Εξακολουθεί να προβάλλει, σε ένα πρόγραμμα ποτ-πουρί, παρά τα αξιόλογα αφιερώματα, ταινίες από όλον τον κόσμο, υπερασπιζόμενο το διεθνή προσανατολισμό του;
Επικεντρώνεται σε συγκεκριμένη γεωγραφική ενότητα (στα Βαλκάνια ή στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, για παράδειγμα) περιορίζοντας, έτσι, το βεληνεκές του σε περιφερειακό επίπεδο;
Αυτοπεριορίζεται, ως φτωχός συγγενής, στην εγχώρια εθνική παραγωγή για να γίνει «πρώτο στο χωριό», παρά «δεύτερο στην πόλη»;
Τρίτο ερώτημα: Ποια η θέση και η σχέση του ελληνικού σινεμά με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης;
Τα περισσότερα φεστιβάλ του κόσμου αναδεικνύουν την εθνική τους κινηματογραφία, χωρίς να χάνουν το διεθνή τους χαρακτήρα. Η γειτονική μας Ρουμανία, για παράδειγμα, παρουσιάζει κάθε Ιούνιο όλες τις ρουμανικές ταινίες της χρονιάς στο Φεστιβάλ της Τρανσυλβανίας, στο τμήμα Romanian Days.
Είναι γεγονός ότι το Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αναπτύχθηκε εις βάρος του Ελληνικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου, το οποίο ουσιαστικά καταργήθηκε με το Ν. 3905/ 2010. Σήμερα αναζητείται μια νέα σχέση και μια νέα ισορροπία μεταξύ Διεθνούς και Ελληνικού Τμήματος, έτσι ώστε οι Ελληνες κινηματογραφιστές να το περιβάλλουν ξανά με την εμπιστοσύνη τους.
Ο επαναπατρισμός των ελληνικών ταινιών στη φυσική τους κοιτίδα, με την καθιέρωση διαγωνιστικού τμήματος, πιθανότατα να είναι το αίμα που θα ζωντανέψει το ελληνικό τμήμα του Φεστιβάλ και θα επαναφέρει όλη την κινηματογραφική κοινότητα στο προσκήνιο. Σε μια μεγάλη γιορτή του ελληνικού σινεμά, όπου θα συνυπάρχουν άνθρωποι και ταινίες και γιατί όχι αντιπαραθέσεις.
* Ο Ντίνος Γιώτης είναι σεναριογράφος, μέλος του δ.σ. της Ενωσης Σεναριογράφων Ελλάδος.
Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 29/11/2013
Συμμετέχοντα μέλη:
Ντίνος Γιώτης
Ενημέρωση: 29-11-2013