EDITORIAL ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010
Η ΕΣΕ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
Το εντιτόριαλ αυτού του μήνα είναι η τοποθέτηση του προέδρου της Ένωσης Σεναριογράφων Ντίνου Γιώτη στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, κατά τη διάρκεια της συζήτησης (1/12/2010) των κινηματογραφικών φορέων για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού «Ενίσχυση και ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης».
«Κύριε Πρόεδρε, κ. Υπουργέ, κύριοι Βουλευτές, συνάδελφοι
"Tο νέο νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο θα έρθει, αλλά δεν θα είναι προϊόν δημιουργίας πίσω από κλειστές πόρτες. Θα το φέρουμε στη δημόσια διαβούλευση καλύτερα αργότερα παρά στα μουλωχτά". Με αυτά τα λόγια κύριε Υπουργέ, είχατε εκφράσει τις προθέσεις σας για το νομοσχέδιο, με συνέντευξή σας στις 22 Νοεμβρίου του περασμένου έτους στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Ωστόσο, ένα χρόνο μετά οι προθέσεις σας παραμένουν προθέσεις. Και το νομοσχέδιο συντάχτηκε πίσω από κλειστές πόρτες με απούσα την κινηματογραφική κοινότητα, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις για διάλογο και η δημόσια διαβούλευση είχε το χαρακτήρα μιας fast track διαδικασίας.
Το Υπουργείο, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να είναι περισσότερο ανοιχτό στις ποικίλες και διαφορετικές φωνές, ειδικά στο κεφάλαιο που λέγεται πολιτισμός και κινηματογράφος. Διότι απλούστατα στην τέχνη ποτέ δεν έχει μόνο ένας δίκαιο. Αντιθέτως με το παρόν νομοσχέδιο το Υπουργείο έδειξε να υιοθετεί επιλεκτικά απόψεις που διατυπώθηκαν από μερίδα της κινηματογραφικής κοινότητας. Απόψεις που προβλήθηκαν από τον τύπο δυσανάλογα με τη βαρύτητα τους, όταν την ίδια στιγμή διαχρονικές, στέρεες θέσεις των συλλογικών φορέων και πορίσματα κινηματογραφικών συνεδρίων αγνοήθηκαν σκανδαλωδώς. Ταυτίστηκε με το μέρος και αγνόησε το όλον, με αποτέλεσμα να χάνεται η ευκαιρία μιας υπέρβασης, την οποία, στην παρούσα κρίση, επιθυμεί και έχει ανάγκη η κινηματογραφική κοινότητα.
Υποστηρίζεται, στην αιτιολογική έκθεση, ότι ο ισχύων νόμος 1597/1986 για τον κινηματογράφο, γνωστός και ως νόμος της Μελίνας, προσέφερε μεν εξαιρετικά σημαντική υπηρεσία στην κινηματογραφική κοινότητα, αλλά σήμερα 24 χρόνια μετά, είναι επιτακτική η ανάγκη αλλαγής του με ένα νέο θεσμικό πλαίσιο. Και χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων, ως επιχείρημα η άνθηση των ψηφιακών τεχνολογιών που επέφερε ριζική αλλαγή σε όλη την παραγωγική αλυσίδα του κινηματογράφου αλλά, επίσης, ως επιχείρημα χρησιμοποιούνται και οι θεσμικές αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Και ενώ ως προς το πρώτο σκέλος είναι εμφανής στο νομοσχέδιο η απουσία κάθε πρόνοιας για τον συσχετισμό του κινηματογράφου με τα νέα μέσα, την καινοτομία και τις ψηφιακές τεχνολογίες, αντιθέτως όσον αφορά τους θεσμούς, είναι σαφής η στοχοποίηση τους.
Συγκεκριμένα καταλογίζονται με ευκολία ως πηγή της όποιας κακοδαιμονίας στον κινηματογράφο, οι ισχύοντες θεσμοί. Και συμπεραίνεται μάλιστα ότι για την συστημική αποτυχία της κινηματογραφικής πολιτικής ευθύνεται το πνεύμα συλλογικής συνδιαχείρισης που είχε καλλιεργηθεί, λόγω της ισχύουσας δομής των κινηματογραφικών φορέων. Δηλαδή οι αιρετοί.
Ως η κινηματογραφική πολιτική της χώρας, όλα τα προηγούμενα χρόνια, να ασκήθηκε αποκλειστικά από αυτούς και όχι από τους διοριζόμενους εκπροσώπους της Πολιτείας.
Ως τα σωματεία να είναι τα μόνα υπεύθυνα για τα όποια δεινά της εθνικής παραγωγής και για αυτό έπρεπε να εξαιρεθούν πλήρως από κάθε δημόσιο φορέα της κινηματογραφίας μας.
Και πως απαντάει το Υπουργείο σε αυτό; με περισσότερο κράτος.
Αντί λοιπόν να χειραφετείται ο κινηματογράφος από κάθε είδους κρατικές δουλείες, με την καθιέρωση θεσμών και διαδικασιών οικονομικού ελέγχου και κοινωνικής λογοδοσίας, χειραγωγείται ασφυκτικά από το κράτος. Με ένα εξ ολοκλήρου διοριζόμενο από τον Υπουργό ΔΣ στο ΕΚΚ και έναν διευθυντή, σχεδόν κινηματογραφικό μονάρχη.
Όμως το κράτος δεν κάνει τέχνη, υποστηρίζει την τέχνη, σύμφωνα με το Σύνταγμα. Στο κράτος αναθέτει την ανάπτυξη και προαγωγή της τέχνης του κινηματογράφου - προσέξτε της τέχνης και όχι της παραγωγής- χωρίς να παρεμποδίζεται η ελευθερία έκφρασης της τέχνης αυτής. Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου, όμως, αποκλειστικός διαμορφωτής του περιεχομένου της καλλιτεχνικής δημιουργίας γίνεται ο εκάστοτε Υπουργός, διά του οριζομένου Δ.Σ. του ΕΚΚ, που αποφασίζουν, με απούσα την κινηματογραφική κοινότητα, για την τύχη του ελληνικού κινηματογράφου.
Έτσι το Υπουργείο φαίνεται να προκρίνει την «αποτελεσματικότητα» από την ελευθερία, την παραγωγή από την Τέχνη.
Δεν είναι οι αιρετοί λοιπόν το πρόβλημα και επιτρέψτε μου να προβλέψω ότι αυτό θα αποδειχθεί σχετικά σύντομα, όταν νέες πελατειακές σχέσεις θα δημιουργηθούν μεταξύ διοίκησης και ημετέρων, κάτω από ένα καθεστώς μεροληψίας και αδιαφάνειας, για τον απλούστατο λόγο ότι από το παρόν ν/σ απουσιάζουν μηχανισμοί ελέγχου και κοινωνικής λογοδοσίας.
Έτσι, παραφράζοντας μια γνωστή ρήση για την αναγκαιότητα ύπαρξης των εφημερίδων σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, θα έλεγα καλύτερα κακοί αιρετοί παρά καθόλου αιρετοί. Και τούτο επειδή, με την παρουσία τους, δεν είναι μόνο ο έλεγχος που θα επιτυγχάνεται από την κινηματογραφική κοινότητα επί των πεπραγμένων, αλλά και η απαραίτητη «νομιμοποίηση» της οποιαδήποτε κινηματογραφικής πολιτικής. Κανένας δεν θα δικαιούται εφεξής να δηλώνει «αθώος του αίματος».
Και κάτι ακόμα. Άκουσα χτες τον κ.Υπουργό, στην διάρκεια της συζήτησης, να λέει ότι δεν αναγνωρίζει σήμερα να υπάρχουν συλλογικοί φορείς με πλουραλισμό και δημοκρατικές διαδικασίες, με διαφάνεια και ουσιαστική εκπροσώπηση του κόσμου της τέχνης. Και ότι δεν μπορεί να συζητάει με αυτούς επειδή δεν έχουν φθάσει στον απαραίτητο βαθμό ωρίμανσης, επειδή στις εκλογικές τους διαδικασίες, ψηφίζουν λίγοι. Ακούγεται απαξιωτικό για ιστορικά σωματεία του κινηματογραφικού χώρου αλλά και γενικότερα ως αντίληψη. Διότι με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι οι νεοκλεγέντες δήμαρχοι δεν μπορούν να εκπροσωπούν τους δημότες, επειδή στις εκλογές ψηφίζουν λιγότεροι πολίτες από όσοι απέχουν.
Ως Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος έχουμε καταθέσει από πολύ νωρίς τις προτάσεις μας στο Υπουργείο, χωρίς, δυστυχώς, αυτές να ληφθούν υπόψιν.
Ενδεικτικά προτείνουμε:
- τη συμμετοχή στα θεσμικά όργανα διοίκησης ικανού αριθμού αιρετών εκπροσώπων των κλάδων που ασχολούνται με τον Κινηματογράφο, όπως σκηνοθέτες, σεναριογράφοι, παραγωγοί, τεχνικοί, ηθοποιοί, συνθέτες μουσικής.
- την καθιέρωση χρηματικών κινηματογραφικών βραβείων που απονέμονται από Εθνική Ακαδημία Κινηματογράφου, η οποία τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και θα απαρτίζεται από εκτενή αριθμό επαγγελματιών του κινηματογράφου, κατά τα πρότυπα ακαδημιών κινηματογραφικά προηγμένων χωρών.
- τη ημιουργία Εθνικού Συμβουλίου Κινηματογραφίας που θα αποτελεί το όργανο ώσμωσης μεταξύ Υπουργείου και κινηματογραφικής κοινότητας.
- τη σύσταση Συμβουλίου Κρίσεων ή Αξιολόγησης, στο οποίο θα συμμετέχουν άνθρωποι με σημαντική εμπειρία στη συγγραφή, ανάλυση και επιμέλεια σεναρίων, και θα αποφασίζει με τρόπο αδιάβλητο και τεκμηριωμένο τη χρηματοδότηση παραγωγών και σεναρίων.
- Την απόδοση μερίσματος από την επιστροφή φόρου εκτός στον παραγωγό και στο σκηνοθέτη και το σεναριογράφο, δεδομένου ότι αυτοί κατά βάση συμβάλλουν με το έργο τους στα εισιτήρια μιας ταινίας.
- Την καθιέρωση τέλους στην ενοικίαση των DVD (στη Γαλλία είναι 6%) που θα αποφέρει έσοδα τουλάχιστον 0,5 εκ. ευρώ ετησίως, ποσό που μπορεί να χρηματοδοτήσει κατευθείαν τη λειτουργία της πολυαναμενόμενης Σχολής ή Ακαδημίας Κινηματογράφου.
- Την αναγνώριση του σεναριογράφου, ως συνδημιουργού του οπτικοακουστικού έργου, με βάση το ισχύον ευρωπαϊκό δίκαιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
Ακόμα, ως Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος, καλωσορίζουμε την επανάληψη της νομικής υποχρέωσης καταβολής του 1,5%. από τα Κανάλια, αλλά και την επέκτασή του στο ανταποδοτικό τέλος της ΕΡΤ και τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους, αν και πολύ φοβόμαστε ότι η εφαρμογή του από τα ιδιωτικά κανάλια θα αποδειχθεί εκ νέου γράμμα κενό. Αναγνωρίζουμε τις βελτιώσεις σε ζητήματα όπως η απαγόρευση λογοκρισίας ή η κατάργηση του μητρώου παραγωγών.
Εντούτοις κρίνουμε ότι οι επί μέρους διορθώσεις δεν αλλάζουν τη γενικότερη φιλοσοφία του νομοσχεδίου που μας βρίσκει γενικά αντίθετους, επειδή κυρίως:
α) καταστρατηγείται η κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα ελευθερία της Τέχνης με τον επιχειρούμενο ασφυκτικό έλεγχο της κινηματογραφικής παραγωγής από το κράτος, μέσω της διοριζόμενης από τον Υπουργό διοίκησης του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.
β) απουσιάζουν συνολικά, από αυτό, οι απαραίτητες εγγυήσεις διαφάνειας, δημοκρατικότητας και αξιοκρατίας στη διαχείριση των ζητημάτων του Κινηματογράφου,
γ) ο ρόλος του σεναριογράφου ως συνδημιουργού στο κινηματογραφικό έργο, αντί να εξασφαλίζεται και ενισχύεται, υποβαθμίζεται..
Τέλος, διαβάζοντας την αιτιολογική έκθεση και το νομοσχέδιο, μου προέκυψαν μερικά ερωτήματα. Θα αναφερθώ επιλεκτικά σε τρία.
- Γιατί δεν υποχρεώνεται με το παρόν νομοσχέδιο ο παραγωγός να επανεπενδύσει την επιστροφή φόρου σε νέα ταινία ώστε να έχουμε μια αλυσιδωτή κινηματογραφική παραγωγή στη χώρα μας;
- Σε ποια ακριβώς σημεία το παρόν νομοσχέδιο έλαβε υπόψη τις νομοθεσίες της Δανίας και της Γερμανίας, όπως αναφέρεται;
- Σε ποια σημεία ακριβώς βελτιώνεται ή τουλάχιστον παραμένει η ίδια η θέση του σκηνοθέτη και το σεναριογράφου σε σχέση με τον ισχύοντα νόμο; »
Φωτογραφία: Editorial Δεκεμβρίου 2010