EDITORIAL IOYNIOΣ 2012
Ο Οδυσσέας μαγεύει τους Φαίακες- Ο σεναριογράφος ως συν-δημιουργός του κινηματογραφικού έργου
Σε όλους μας έχει συμβεί το ίδιο, όταν για μερικά λεπτά μετά το άναμμα των φώτων στην κινηματογραφική αίθουσα, παραμένουμε στις θέσεις μας, καθηλωμένοι από την ιστορία που μόλις είδαμε.
Ο Οδυσσέας υπήρξε ένας γοητευτικός αφηγητής, ένας σεναριογράφος της εποχής. Αν και ο κινηματογράφος δεν είχε ανακαλυφθεί, είναι βέβαιο πως οι ακροατές «έβλεπαν» τις περιπέτειες του Οδυσσέα να προβάλλονται, σαν ταινία, στην οθόνη του μυαλού τους. Αξίζει να σημειώσουμε και το εξής: στο ομηρικό έπος υπάρχει ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής αλλά και η τριτοπρόσωπη εξιστόρηση από έναν παντογνώστη αφηγητή. Όλα τα στοιχεία δηλαδή που εμπεριέχονται στη σύγχρονη σεναριογραφία.
H γοητεία που οι ιστορίες εξασκούν στους ανθρώπους είναι διαχρονική. Και αν ο Οδυσσέας υπήρξε ένας παραμυθάς των ομηρικών χρόνων, οι παραμυθάδες της εποχής μας είναι οι σεναριογράφοι.
Τρείς χιλιάδες χρόνια μετά, έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε στις κινηματογραφικές κριτικές για τα αδύναμα ή ανολοκλήρωτα σενάρια των ελληνικών ταινιών. Γιατί άραγε τα παραμύθια, οι ιστορίες που αφηγούμαστε στο ελληνικό σινεμά δεν είναι τόσο συναρπαστικά; Ευθύνεται ο σεναριογράφος για αυτό;
Και για να ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής τα πράγματα, όταν λέμε σεναριογράφο, εννοούμε το συγγραφέα του οποίου το έργο γίνεται ταινία από κάποιον άλλο, τον σκηνοθέτη. Διαφορετικά μιλάμε για σκηνοθέτη (ή ακόμα και παραγωγό) που γράφει το σενάριο της ταινίας του.
Στην Ελλάδα, όπως σημειώνει ο Πέτρος Μάρκαρης, όταν ο σκηνοθέτης δεν γράφει ο ίδιος το σενάριο της ταινίας του, τότε συνήθως καλεί κάποιον σεναριογράφο να δουλέψει επικουρικά και διεκπεραιωτικά την καταπληκτική ιδέα του (για την οποία συνήθως δεν ακούει κουβέντα) και να τον τιμήσει, στην καλύτερη περίπτωση, με τον τίτλο του συν-σεναριογράφου.
Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στις ταινίες που χρηματοδότησε το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, που είναι το επίσημο όργανο της κινηματογραφικής πολιτικής στη χώρα μας, για να προκύψει η παραπάνω διαπίστωση ανάγλυφα.
Από τις 210 ταινίες που χρηματοδότησε το ΕΚΚ, στο διάστημα 2000-2011σε, οι 140 είναι σε σενάριο του σκηνοθέτη, στις 50 ο σκηνοθέτης έχει προστρέξει σε βοήθεια συν-σεναριογράφου ή συν-σεναριογράφων και μόνο οι 20 έχουν γραφτεί αποκλειστικά από επαγγελματία σεναριογράφο. Δηλαδή συγγραφέα. Συμπέρασμα; τις ταινίες στην Ελλάδα τις γράφουν οι σκηνοθέτες.
Εάν δεχτούμε, λοιπόν, ότι δεν υπάρχουν γοητευτικά σενάρια, σαν τις ιστορίες που διηγούνταν ο Οδυσσέας στον Αλκίνοο, εάν δεχτούμε ότι υπάρχει ζήτημα ή κρίση σεναρίου ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε, τότε την κύρια ευθύνη φέρει το σχήμα σκηνοθέτη- σεναριογράφου, που επικράτησε τον τελευταίο μισό αιώνα στην χώρα μας.
To μοντέλο αποκλειστικής ενίσχυσης του παραγωγού και του παραγωγού – σκηνοθέτη (industrial model) που ήδη εφαρμόστηκε και εξακολουθεί να εφαρμόζεται στην χώρα μας δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Πρέπει να πάμε σε κάτι διαφορετικό. Και θα πω παρακάτω τι εννοώ, αφού πρώτα κάνω μια αναγκαία αναφορά στο πως αντιμετωπίζει τον σεναριογράφο η ελληνική νομοθεσία.
Ανάλογα προβλήματα με τα δικά μας είχαν και άλλες χώρες (π.χ. η Δανία) και για να τα αντιμετωπίσουν επέλεξαν να αλλάξουν το κινηματογραφικό τους μοντέλο. Η λύση που επιλέχτηκε ήταν το να δοθεί έμφαση στο στάδιο του development, και όχι στο στάδιο της παραγωγής (δηλαδή της υλοποίησης) μιας ταινίας.
Οι σεναριογράφοι, λαμβάνοντας υπόψη της τις εμπειρίες αυτών των χωρών, είχαμε καταθέσει εγκαίρως τις προτάσεις μας στο Υπουργείο και στη συνέχεια είχαμε εκφράσει την αντίθεσή μας με το σχέδιο νόμου που αναρτήθηκε προς διαβούλευση και έγινε ο σημερινός νόμος 3905/10 για τον κινηματογράφο, θεωρώντας ότι, μεταξύ άλλων:
- Ο ρόλος του σεναριογράφου ως συν-δημιουργού στο κινηματογραφικό έργο, αντί να εξασφαλίζεται και να ενισχύεται, υποβαθμίζεται.
- Δεν δινόταν καμία ιδιαίτερη φροντίδα για τη σεναριακή ανάπτυξη και κατάρτιση. Κάτι που αποτυπώθηκε και στην προβλεπόμενη μοριοδότηση. Παράδειγμα: Στο άρθρο 6, του ισχύοντος νόμου, οι μονάδες αξιολόγησης ενώ για τον σκηνοθέτη και τον παραγωγό είναι 10, για τον σεναριογράφο είναι μόλις 4.
- Η ιδέα για τη δημιουργία Ινστιτούτου Σεναρίου εγκαταλείφθηκε,
- Στο ΕΚΚ δεν προβλέπεται έστω κάποια Διεύθυνση ή Γραφείο Σεναρίου που θα μπορούσε να συμβάλλει στην κατεύθυνση ενίσχυσης της εγχώριας σεναριογραφίας.
Αυτή η αρνητική αντιμετώπιση των σεναριογράφων από το νέο νόμο έρχεται να συνδυαστεί και με τις προϋπάρχουσες ασάφειες και αντιφάσεις της ελληνικής νομοθεσίας.
Ας σταθούμε στο πιο κραυγαλέο σημείο: με το άρθρο 8 του νόμου 2557/97 (που φέρει την υπογραφή του τότε υπουργού Πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου) προστίθεται στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 34 του παλιότερου νόμου 2121/93 που αφορά στα πνευματικά δικαιώματα, νέο εδάφιο που αναφέρει: «Ως δημιουργοί των επί μέρους συμβολών θεωρούνται ιδίως ο σεναριογράφος, ο συγγραφέας διαλόγων, o συνθέτης μουσικής, ο διευθυντής φωτογραφίας, ο σκηνογράφος, ο ενδυματολόγος. ο ηχολήπτης και ο επεξεργαστής τελικής σύνθεσης (Μοντέρ)».
Ταυτόχρονα, στο ίδιο άρθρο, ορίζεται: «Η διάρκεια προστασίας ενός οπτικοακουστικού έργου λήγει εβδομήντα (70) έτη μετά το θάνατο του τελευταίου επιζώντος μεταξύ των ακόλουθων προσώπων: του κύριου σκηνοθέτη, του σεναριογράφου, του συγγραφέα διαλόγων και του συνθέτη μουσικής που γράφτηκε ειδικά για να χρησιμοποιηθεί στο οπτικοακουστικό έργο».
Εύλογα προκύπτει το ερώτημα: Πως είναι δυνατόν σε ό,τι αφορά την προστασία του έργου ο σεναριογράφος να θεωρείται συν-δημιουργός και σε ό,τι αφορά τη δημιουργία του ίδιου έργου, επί μέρους συμβολέας;
Είναι επιβεβλημένο λοιπόν να εξαλειφτεί η αντινομία που αφορά τον σεναριογράφο και επιτέλους να παραδεχτούμε και στην Ελλάδα, ότι το κινηματογραφικό έργο είναι έργο συνεργασίας, όπως επιβάλλει η διεθνής πρακτική: «directing by, written by, produced by» και όπως διατυπώνεται στη Χάρτα των Ευρωπαίων Σεναριογράφων (άρθρο 4):
«Οι σεναριογράφοι, οι σκηνοθέτες και οι παραγωγοί πρέπει να συνεργάζονται με σκοπό τη δημιουργία ενός οπτικοακουστικού έργου “γραμμένο από…”, “σκηνοθετημένο από…” και “παραγόμενο από…”. »
Και για όσους δεν πείθονται με τα παραπάνω, παραθέτω τα λόγια του μεγάλου σκηνοθέτη Άλφρεντ Χίτσκοκ. «Για να κάνεις μια καλή ταινία χρειάζεσαι τρία πράγματα, το σενάριο, το σενάριο και το σενάριο.
Είναι σκόπιμο να πούμε τι ισχύει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Εκεί:
α) το οπτικοακουστικό έργο είναι έργο συνεργασίας
και, β) ο σεναριογράφος ορίζεται ρητώς ως ένας απ’ τους κύριους πνευματικούς δημιουργούς / κατόχους πνευματικών δικαιωμάτων επί του κινηματογραφικού και οπτικοακουστικού έργου, μαζί με τον συγγραφέα διαλόγων, τον μουσικοσυνθέτη και τον σκηνοθέτη.
Η αναγνώριση του σεναριογράφου ως συν-δημιουργού δεν καθιστά, σε αυτές τις χώρες, λιγότερο ικανό ή αναγνωρίσιμο τον σκηνοθέτη. Είναι αναπόφευκτο αυτό να συμβεί και στη χώρα μας, χωρίς οι σκηνοθέτες να έχουν να φοβούνται τίποτα από αυτό. Αντιθέτως, έχουν να κερδίσουν από καλά σενάρια. Και αυτό είναι κάτι που αντιλαμβάνονται καλύτερα οι νεώτερες γενιές κινηματογραφιστών.
Επανέρχομαι λοιπόν για να θέσω το περίγραμμα μιας διαφορετικής πολιτικής για την οποία έκανα αναφορά προηγουμένως. Τι πρέπει να γίνει λοιπόν;
Αφού το σενάριο αποτελεί τον πυρήνα του προβλήματος, τότε ενίσχυση του σεναρίου, ως διακριτής ενότητας στην κινηματογραφική διαδικασία από τη μια και η αναγνώριση του σεναριογράφου ως συν-δημιουργού από την άλλη, αποτελούν και την επίλυσή του.
Αυτό σημαίνει:
- Πρώτον, αναίρεση των ασαφειών και αντιφάσεων της νομοθεσίας προκειμένου να εναρμονιστούμε με την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
- Δεύτερον πολιτική ενίσχυσης απευθείας του σεναριογράφου, μέσα από προγράμματα χρηματοδότησης της ανάπτυξης του σεναρίου (development).
Η ουσία αυτής της πολιτικής μπορεί να συνοψισθεί στο εξής: αναπτύσσουμε εκατό ενδιαφέροντα projects για να υλοποιήσουμε δέκα απ' αυτά - τα καλύτερα. Η ανάπτυξη πολλών projects θα έχει ως παράπλευρη συνέπεια την (επαν)εμφάνιση των επαγγελματιών σεναριογράφων στην κινηματογραφία μας.
Τέτοια προγράμματα εφαρμόζονται ήδη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες με επιτυχία (βλ. Γερμανία, Αγγλία, Ιρλανδία, Δανία κ.ά.).
Oι ιστορίες βρίσκονται στην καρδιά της ανθρώπινης φύσης. Έχουν ειπωθεί, ξαναειπωθεί και ερμηνευθεί ανά τις εποχές με ποικίλους τρόπους. Πάθη και συγκρούσεις, όνειρα και επιθυμίες εμπεριέχονται σε κάθε ανθρώπινη ιστορία.
Όσο η ραγδαία εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας θα μειώνει το κόστος μιας κινηματογραφικής παραγωγής κα συνακόλουθα θα επιτρέπει σε περισσότερους να κάνουν ταινίες, τόσο περισσότερο θα έχουμε ανάγκη από καλύτερα σενάρια.
H σημερινή εποχή αλλά και η πλούσια ιστορία μας σε συνδυασμό με την συναρπαστική μυθολογία μας είναι ο ανεκτίμητος θησαυρός και η πνευματική κληρονομιά μας. Από εδώ μπορούμε να αντλήσουμε την έμπνευσή μας και να δημιουργήσουμε. Είναι καιρός να εμπιστευτούμε, να ενθαρρύνουμε και να υποστηρίξουμε τους Έλληνες σεναριογράφους.
Τελειώνω κάνοντας μνεία στο άρθρο 1 της Διακήρυξης των Ευρωπαίων Σεναριογράφων που συνέταξε στη Θεσσαλονίκη το 2006 η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Σεναριογράφων FSE, αντιπροσωπεύοντας 21 εθνικές ενώσεις και 9.000 Ευρωπαίους σεναριογράφους.
«O σεναριογράφος είναι ένας εκ των πνευματικών δημιουργών της κινηματογραφικής ταινίας, συν- δημιουργός του οπτικοακουστικού έργου».
Σας ευχαριστώ
Ντίνος Γιώτης