ShareThis

Ζητείται ρόλος για σεναριογράφο

 

Της ΕΥΑΝΝΑΣ ΒΕΝΑΡΔΟΥ (venardu@enet.gr)


Το σενάριο ίσως είναι το πιο δυσφημισμένο κομμάτι της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής. Επί χρόνια του χρέωναν όλες τις αποτυχίες του ελληνικού σινεμά -και σπανίως του πίστωναν τις επιτυχίες του.


Ισως γιατί, σε αντίθεση με το θεατρικό έργο, τα εύσημα για μια ταινία πάνε βασικά στο σκηνοθέτη. Τώρα όμως που το ελληνικό σινεμά και πουλάει και αλωνίζει τα διεθνή φεστιβάλ, τι γίνεται;

Η αλήθεια είναι ότι η παράδοση του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου της μεταπολίτευσης που ήθελε τους σκηνοθέτες να υπογράφουν οι ίδιοι το σενάριο της ταινίας τους (θεωρώντας ότι εξυπηρετούν καλύτερα το «όραμά» τους), καλά κρατεί. Το '90, με τη συμβολή του ευρωπαϊκού προγράμματος Media και διαφόρων εργαστηρίων σεναρίου (ΜΙΚ κ.λπ.) άρχισε να αναδεικνύεται η σημασία του σεναριογράφου στα πρότυπα του εξωτερικού. Μια ματιά στις τελευταίες ταινίες αποκαλύπτει ωστόσο πως καμία από όσες διακρίθηκαν διεθνώς δεν γράφτηκε από σεναριογράφο. Στις περισσότερες εμφανίζεται το όνομα του σκηνοθέτη και δίπλα αυτό ενός συν-σεναριογράφου. Στον «Κυνόδοντα» το βραβείο σεναρίου της Ελληνικής Ακαδημίας ο Λάνθιμος το μοιράστηκε με τον Ευθύμη Φιλίππου. Στη «Στρέλλα» ο Κούτρας δούλεψε με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη. Στην «Ακαδημία Πλάτωνος» ο Τσίτος συνεργάστηκε με τον Αλέξη Καρδαρά (που είναι και σκηνοθέτης). Την δε «Χώρα προέλευσης» ο Τζουμέρκας την έγραψε με την πρωταγωνίστριά του Γιούλα Μπούνταλη.

Δεν είναι η μόνη ηθοποιός που γράφει. Ο Βαγγέλης Μουρίκης συνεργάστηκε με τον Γιάννη Σακαρίδη στο σενάριο της «Πλατείας Αμερικής» που ξεκινάει γυρίσματα το καλοκαίρι. Ο ηθοποιός Νίκος Καλογερόπουλος και έγραψε και σκηνοθέτησε τους «Ιππείς της Πύλου» που θα δούμε προσεχώς. Οσο για τον Αγγελο Φραντζή δούλεψε με τους ηθοποιούς του το σενάριο για το «Μέσα στο δάσος». Μεμονωμένη περίπτωση αυτή του σεναριογράφου Βασίλη Ραΐση («Διόρθωση»), που αποφάσισε να σκηνοθετήσει ο ίδιος το τελευταίο του σενάριο «Elvis' last song». Τσαγγάρη, Γιάνναρης, Ζάπας, Παπαδημητρόπουλος, Μαρινάκης και πλήθος άλλων δεν χρησιμοποίησαν σεναριογράφο.

Απ' την άλλη, στον λεγόμενο εμπορικό κινηματογράφο (βλ. «Κληρονόμο», «Ι love karditsa» κ.λπ.) οι σκηνοθέτες ή μάλλον οι παραγωγοί εμπιστεύονται ολοένα και συχνότερα το σενάριο στον καθ' ύλην αρμόδιο. Και δικαιώνονται στα ταμεία. «Η νέα γενιά σκηνοθετών αρχίζει πλέον να χρησιμοποιεί σεναριογράφους», υποστηρίζει ο παραγωγός Πάνος Παπαχατζής που από τη δεκαετία του '90 προσπαθεί να τους «επιβάλει» στους δημιουργούς. «Ειδικά τα τελευταία πέντε χρόνια, στις πιο mainstream ταινίες». Ο Παπαχατζής θεωρεί μάλιστα πως «καλό θα ήταν να έχουμε διακριτούς ρόλους και στο σενάριο: δραματουργό, διαλογίστα, script editor». Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της «Κληρονόμου» του: βασίστηκε σε μια ιδέα του Χ. Χαριτωνίδη, σε μια ιστορία της Λ. Γιούργου (που έκανε το treatment) και σε σενάριο του Δ. Εμμανουηλίδη. «Μου κόστισε πολλά, αλλά τελικά έκανα αυτήν την ταινία όπως ήθελα». Κι έκοψε 310.000 εισιτήρια... Και στο «Ετερον ήμισυ» το σενάριο υπογράφει ο νέος σεναριογράφος Π. Χριστόπουλος, όμως η ανάπτυξη της ιδέας έγινε με τον Γ. Γκικαπέπα.

Η αμοιβή των ελλήνων σεναριογράφων κυμαίνεται μεταξύ 10.000 και 20.000 ευρώ (ανάλογα με την εμπειρία τους). Συν τα πνευματικά δικαιώματα από τις προβολές της ταινίας (έως 3% των εισπράξεων) που όμως συχνά δεν εισπράττονται. Ενα (άτυπο) πλαφόν αμοιβής είναι αυτό του 3% επί του συνολικού μπάτζετ της ταινίας. Αλλο τώρα αν επί χρόνια πολλοί σεναριογράφοι πείθονταν να κεφαλαιοποιήσουν τις αμοιβές τους. Κι αν πάτωνε η ταινία, την πάθαιναν...

Σύμφωνα με τον Ντίνο Γιώτη, πρόεδρο της Ενωσης Ελλήνων Σεναριογράφων (που αριθμεί περί τα 150 μέλη), στην πενηντάχρονη ιστορία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και των Κρατικών Βραβείων μόνο τέσσερις (!) αμιγώς σεναριογράφοι βραβεύτηκαν ως δημιουργοί μιας ταινίας. Μάλιστα τα τελευταία είκοσι χρόνια, κανένας έλληνας σεναριογράφος δεν βραβεύτηκε ως ξεχωριστός δημιουργός. Από τις περίπου 250 ταινίες που γυρίστηκαν την τελευταία δεκαετία, στις 220 το σενάριο υπογράφει ή συνυπογράφει ο σκηνοθέτης. «Ποιοι ευθύνονται λοιπόν που τόσες ελληνικές ταινίες αιωρούνται αφηγηματικά στον αέρα, ημιτελείς και ξεκάρφωτες;» αναρωτιέται ο Ντ. Γιώτης. «Ασφαλώς και υπήρξαν εξαιρέσεις, όπως το "Attenberg". Ομως αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη να αναπτύξουμε το σενάριο. Τα γραφεία παραγωγής δεν διαθέτουν καν επαγγελματίες readers (αναγνώστες σεναρίων)».

Τα τελευταία δέκα χρόνια δεν είναι πάνω από δέκα τα άτομα που παραμένουν στο χώρο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Π. Μάρκαρη, Θ. Βαλτινό, Ν. Παναγιωτόπουλο, Γ. Μαρούδα, Γ. Τσίρο, Π. Ιωσηφέλη, Α. Κακαβά, Α. Κυριακίδη (στη μικρού μήκους ο τελευταίος).

Ο νέος νόμος δεν προβλέπει κάτι ιδιαίτερο για το σενάριο. Το αφήνει στον εσωτερικό κανονισμό του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Αρα εναπόκειται στον επικεφαλής του να χαράξει την όποια πολιτική. Η δημιουργία Ινστιτούτου Σεναρίου (που πρότεινε η Επιτροπή Γαβρά) δεν προβλέπεται. Στο παρελθόν το ΕΚΚ είχε δημιουργήσει μια τράπεζα σεναρίου που ατόνησε, ενώ το πρόγραμμα Γραφή λειτούργησε περισσότερο ως ταμείο ανεργίας για σεναριογράφους...

Η απουσία κινηματογραφικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα δεν βοήθησε. Οπως μας είπε ο 40χρονος Παναγιώτης Ιωσηφέλης, σεναριογράφος του «Κανένα» (Χρ. Νικολέρης) που θα δούμε αυτές τις μέρες, «το ταλέντο δεν διδάσκεται. Ομως η τεχνική του σεναρίου διδάσκεται». Κάτι ξέρει. Είναι επίκουρος καθηγητής σεναρίου στη σχολή κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη που λειτουργεί εδώ και μια επταετία. Και βεβαιώνει πως «κάτι κινείται στους νέους. Το σενάριο μιας φοιτήτριας θα γυριστεί από γνωστό παραγωγό, ενώ ένα άλλο θα παρουσιαστεί στο φεστιβάλ του Κλερμόν Φεράν».

Ο Ιωσηφέλης, που ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, έγραψε εκατοντάδες διαφημιστικά και βιντεοκλίπ, υπέγραψε το σενάριο 11 ταινιών μικρού μήκους και ετοιμάζει δύο ακόμα μεγάλου μήκους. Δουλεύει κυρίως με αναθέσεις. Εκτιμά πως η εμμονή των σκηνοθετών να γράφουν το σενάριό τους, είναι θέμα ελληνικής νοοτροπίας. «Ομως δεν είναι δυνατόν κάποιος να είναι εξίσου καλός και στους δύο αυτούς ρόλους. Εγώ δεν γνωρίζω πώς να στήσω μια κάμερα για να προκαλέσω κάποιο συναίσθημα. Γιατί να γνωρίζει ο σκηνοθέτης τη δική μου δουλειά; Σπάνιες υπήρξαν οι περιπτώσεις πραγματικών auteur. Οσο για τις ελληνικές ταινίες που διακρίθηκαν τελευταία έξω, είναι ταινίες art house και έχουν έναν έντονο υποκειμενισμό, μια εσωστρέφεια. Δεκάδες άλλες έχουν κατασκευαστεί με την ίδια εσωστρέφεια αλλά έχουν αποτύχει. Μπορούμε από τις τρεις να νομιμοποιήσουμε τις άλλες; Ξέρετε πως αν πληκτρολογήσεις "greek directors" στο IMDB εμφανίζονται ένα εκατομμύριο εκατό χιλιάδες σκηνοθέτες στην Ελλάδα; Και μετά μιλάμε για πρόβλημα σεναρίου...».

Τα σενάρια γράφονται ξανά και ξανά. «Τον "Κανένα" τον έγραψα έξι φορές. Ομως η δουλειά του σεναριογράφου είναι υποπληρωμένη στην Ελλάδα. Και πληρώνεσαι συνήθως ενάμιση με δύο χρόνια μετά. Αυτή δεν είναι δουλειά, είναι κατάρα... Τουλάχιστον, έξω, οι συνάδελφοι στρέφονται στην τηλεόραση για να ζήσουν. Ομως στην Ελλάδα η TV πέθανε. Βλέπουμε μόνο τούρκικα!».

Ο Γιάννης Τσίρος ξεκίνησε ως θεατρικός συγγραφέας, αλλά στην πορεία στράφηκε και στο σινεμά («Το φως που σβήνει», «Το βουνό μπροστά», «Απνοια»). Τώρα δουλεύει με τον Γ. Τσεμπερόπουλο την ταινία «Ο εχθρός μου». Θεωρεί πως το ιδανικό πράγματι θα ήταν ο σκηνοθέτης να γράφει το σενάριό του. «Ομως αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο. Διότι ο σκηνοθέτης συνήθως δημιουργεί εικόνες που τον διεγείρουν εγκεφαλικά αλλά αφήνει δραματουργικά κενά».

Οπως λέει: «Είμαστε είδος υπό εξαφάνιση. Κανείς μας δεν μπορεί να ζήσει απ' αυτήν τη δουλειά. Προσωπικά, αν δεν έγραφα για το θέατρο δεν θα επιβίωνα. Είναι αστάθμητος ο χρόνος που απαιτείται για την ολοκλήρωση ενός σεναρίου - πόσω μάλλον για να γίνει ταινία. Μπορεί να περάσουν χρόνια. Και τότε ο σκηνοθέτης είναι πια ένας εξαντλημένος άνθρωπος».

Πώς βλέπει τις περιπτώσεις που ο σκηνοθέτης συνυπογράφει το σενάριο με έναν σεναριογράφο; «Προσωπικά, συνήθως νιώθω πως θέλει να με χρησιμοποιήσει ως γραμματέα. Να γράφω τις ιδέες του. Ομως ο σεναριογράφος δεν είναι γραφέας. Εξω είναι πιο διακριτοί οι ρόλοι. Το πρόβλημα είναι πως στην Ελλάδα δεν υπάρχουν παραγωγοί-συνδημιουργοί μιας ταινίας. Με καλλιτεχνικό όραμα».

Συν-σεναριογράφος του «Κυνόδοντα» που σήμερα διεκδικεί Οσκαρ, ο 34χρονος Ευθύμης Φιλίππου, με θητεία κειμενογράφου στη διαφήμιση, αποτελεί μια από τις πιο υπολογίσιμες δυνάμεις του νέου ελληνικού σινεμά. Κι όμως διατηρεί χαμηλό προφίλ. Λίγοι ξέρουν πως λίγο μετά τον «Κυνόδοντα» έβγαλε το ενδιαφέρον βιβλίο «Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα» (εκδόσεις Μ.Ν.Ρ.). Τώρα ετοιμάζει κι άλλο, ενώ ξανασυνεργάζεται με τον Λάνθιμο στις «Αλπεις».

Η πολυσυζητημένη ιδέα του «Κυνόδοντα» ανήκε στον Λάνθιμο. «Το σενάριο αναπτύχθηκε γύρω από το "τι θα συνέβαινε αν" της πρώτης σκέψης και εξελίχθηκε σχετικά αργά», μας είπε ο Ε. Φιλίππου. «Δεν είμαι επαγγελματίας σεναριογράφος. Με ενδιαφέρουν διάφορες μορφές γραφής. Το σενάριο προέκυψε τυχαία. Συνέβη γιατί γνώριζα τον Γιώργο και ήξερα ότι δεν θα χρειαστεί να ξεκινήσουμε από το μηδέν ρωτώντας ο ένας τον άλλο ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα ή το αγαπημένο σου νησί. Διαφορετικά μάλλον δεν θα είχα εμπλακεί με το σινεμά. Το κείμενο σε ένα σενάριο πρέπει να λογοδοτήσει σε έναν ηθοποιό, σε ένα σκηνοθέτη, σε ένα μακιγιέρ και σε διάφορους άλλους ταυτόχρονα. Εχει πολύ ενδιαφέρον πάντως όταν βλέπεις κάτι γραμμένο να γίνεται προφορικός λόγος».

Ενας νέος κινηματογράφος φαίνεται πως έχει ξεπηδήσει στην Ελλάδα. Συμπτωματικό; Ή νέα τάση; «Καμία νέα τάση. Η διαφορά που μας μπερδεύει είναι ότι τώρα υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι που κοιτάζουν με κάπως λιγότερη επιφυλακτικότητα αυτούς τους δέκα που κάνουν σινεμά. Αλλά αυτοί οι δέκα ήταν εκεί και πριν από τις απανωτές διακρίσεις των ελληνικών ταινιών. Ολος αυτός ο ενθουσιασμός περισσότερο με τρομάζει παρά με συγκινεί...».

 


Πηγή: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία / 27.02.11





CLUB