ShareThis

Οι δύο ξένοι

 

Μια Γαλλίδα κι ένας Δανός στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου

 

Το ελληνικό σινεμά άρχισε να κάνει και μετεγγραφές. Μια Γαλλίδα και ένας Δανός κλήθηκαν να το «νοικοκυρέψουν». Η παραγωγός Ελίζ Ζαλαντό και ο, έμπειρος σε θέματα πολιτικής κινηματογράφου αλλά και διευθυντής φωτογραφίας, Χένινγκ Κάμρε (φωτό) θα δώσουν τα φώτα τους για το πώς το ελληνικό σινεμά θα γίνει πιο εξωστρεφές, λειτουργικό και δυνατό.


Και η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει καλύτερο timing. Τώρα που οι ελληνικές ταινίες δρέπουν δάφνες στα ξένα φεστιβάλ, στην κορυφή της ατζέντας της πολιτικής για τον κινηματογράφο έχει μπει περισσότερο από ποτέ η ανάγκη συνεργασίας και συμπαραγωγής με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Τους δύο ξένους διόρισε στο Δ.Σ. του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, που θα έχει πάλι πρόεδρο τον Γιώργο Παπαλιό, ο υπουργός Πολιτισμού, Παύλος Γερουλάνος. Πριν πιάσουν για τα καλά δουλειά, υπάρχουν και μερικές εκκρεμότητες: από το γενικό διευθυντή του ΕΚΚ, που θα τον προτείνει το Δ.Σ., μέχρι τον ίδιο τον εσωτερικό κανονισμό.

Η Ελίζ Ζαλαντό, έμπειρη σε θέματα παραγωγής -ταινίες της έχουν προβληθεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης- είναι ήδη από τον Σεπτέμβριο μόνιμη κάτοικος της Αθήνας. Εκτελεί χρέη καλλιτεχνικής διευθύντριας του σημαντικότατου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου αλλά και ακολούθου οπτικοακουστικών θεμάτων στη γαλλική πρεσβεία.

Η συμπαθητική και δραστήρια Ζαλαντό, προς το παρόν δεν γνωρίζει ακριβώς την αποστολή της στο ΕΚΚ. «Δεν έχουμε μιλήσει για τις λεπτομέρειες με τον υπουργό. Ξέρω, όμως, ότι περιμένουν από εμένα να κάνω προτάσεις και να καταθέσω καινούργιες ιδέες για το ελληνικό σινεμά. Θεωρώ ότι το όραμα για το σινεμά δεν πρέπει να είναι μονολιθικό. Ενδεχομένως γι' αυτό επέλεξε ο υπουργός δύο ξένους στο συμβούλιο. Ο νέος νόμος άλλαξε τελείως το ελληνικό σινεμά και γι' αυτό πρέπει να επανασυστήσουμε την πορεία του», εξηγεί.

Οι κρίσεις της για το νόμο δεν βασίζονται σε μια γενική γνώση. Τον έχει μελετήσει εξονυχιστικά. Αυτό, μάλιστα, που της έκανε εντύπωση είναι ότι «υπάρχουν ρυθμίσεις που συνήθως δεν συναντάμε σε αντίστοιχους νόμους. Κατάλαβα, βέβαια, ότι θεσπίστηκαν για να προστατεύσουν το σινεμά», λέει. Και προσθέτει ότι το Δ.Σ. θα λειτουργήσει συμβουλευτικά στις προσπάθειες αναμόρφωσης της χρηματοδότησης του κινηματογράφου. «Υπάρχει περιθώριο για την ιδιωτική πρωτοβουλία. Θα παίξει, βέβαια, ρόλο η πολιτική του γενικού διευθυντή, διότι αυτός θα διευθετήσει θέματα διανομής αλλά και το νέο οικονομικό μοντέλο για το ελληνικό σινεμά, που πρέπει να εναρμονίζεται με την εκάστοτε οικονομική κατάσταση της χώρας», εξηγεί.

Η ίδια, ως έμπειρη παραγωγός, θα κινηθεί και προς ακόμη μία σημαντική κατεύθυνση, που είναι, όπως λέει, «να βρεθεί ένας τρόπος να γίνονται στην Ελλάδα γυρίσματα ξένων ταινιών και, ειδικότερα, συμπαραγωγές με τη Γαλλία». Εχει κάνει και η ίδια συμπαραγωγή σε ελληνική ταινία, το «Lilly's story» του Ροβήρου Μανθούλη, με την εταιρεία παραγωγής που είχε, την «Artcam international». Η σχέση της με το ελληνικό σινεμά, ωστόσο, πέρα από τη νέα θεσμική της θέση, αλλά και το γεγονός ότι τελευταία βλέπει τη μία ελληνική ταινία μετά την άλλη, ξεκίνησε πιο παλιά.

Στο πρώτο πρώτο ταξίδι της στη χώρα μας συναναστράφηκε -σε ηλικία επτά ετών- σκηνοθέτες σαν τον Δήμο Θέο. Ο πατέρας της είχε οργανώσει μία εβδομάδα ελληνικού κινηματογράφου σε συνεργασία με την Ταινιοθήκη της Ελλάδας. Δεν είναι τυχαίος στα κινηματογραφικά πράγματα. Μαζί με τον αδερφό του είχαν συστήσει το φημισμένο Φεστιβάλ των Τριών Ηπείρων στη Νάντη, που αγκάλιασε περιθωριακές τότε εθνικές κινηματογραφίες από την Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Από αυτό το φεστιβάλ ξεπετάχτηκαν σκηνοθέτες που ήταν άγνωστοι ακόμα στη Δύση, όπως ο Ιρανός Αμπάς Κιαροστάμι και ο Ταϊβανέζος Χου Χσιάο-Χσιεν.

Με περγαμηνές

Ο έτερος ξένος του Δ.Σ., ο 74χρονος Χένινγκ Κάμρε, έρχεται με φοβερες περγαμηνές από τη χώρα του διάσημου σκηνοθέτη Λαρς φον Τρίερ. Ξεκίνησε ως διευθυντής φωτογραφίας, αλλά στην πορεία εργάστηκε σε θεσμικές θέσεις. Υπήρξε διευθυντής του δανέζικου Κέντρου Κινηματογράφου και της Εθνικής Σχολής Κινηματογράφου και Τηλεόρασης της Αγγλίας.

Ας μην περιμένουμε θαύματα από τη μια μέρα στην άλλη. Το πετυχημένο μοντέλο που έστρεψε το παγκόσμιο ενδιαφέρον στο σινεμά της Δανίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη χώρα μας - η Δανία είναι μια πλούσια χώρα. Η θέση, πάντως, του Χένινγκ Κάμρε είναι συγκεκριμένη:

«Οι ταινίες πρέπει να έχουν κοινό. Ειδικά αυτές που γίνονται με κρατικά χρήματα. Ορισμένοι θεωρούν πιο σημαντικό να προβάλλεται μια ταινία στα ξένα φεστιβάλ. Αυτό, όμως, έχει να κάνει με τον εγωισμό του καθενός. Δεν υπάρχει εθνική κινηματογραφία που να είναι ισχυρή στο εξωτερικό, αλλά αδύναμη στη χώρα της», μας λέει ο Κάμρε. Δεν ανοίγει, βέβαια, ακόμα τα χαρτιά του. Πρέπει πρώτα να μελετήσει ένα σωρό στατιστικές και στοιχεία για το ελληνικό σινεμά.

Το σίγουρο είναι ότι γι' αυτόν έχει προτεραιότητα το σύστημα διανομής των ταινιών. Και φυσικά η ίδια η παραγωγή, που σε μικρές κινηματογραφίες είναι συνήθως αδύναμη. «Γνωρίζω», εξηγεί, «ότι στην Ελλάδα οι σκηνοθέτες κάνουν κάθε έξι χρόνια ταινίες. Είναι σαν να λες σε έναν ζωγράφο να πιάνει το πινέλο κάθε χρόνο. Πρέπει να ενδυναμώσουμε το σύστημα από όλες τις μεριές. Δεν αρκεί η κρατική ενίσχυση. Ειδικά τώρα που η Ελλάδα βρίσκεται σε αυτή την οικονομική κατάσταση».

Αλληλένδετη, βέβαια, με τα παραπάνω, που συνοψίζονται στις λέξεις-κλειδιά «παραγωγή» και «διανομή», είναι για τον Κάμρε η σωστή εκπαίδευση. «Από εκεί ξεκινούν όλα. Γνωρίζω ότι υπάρχουν ιδιωτικές Σχολές Κινηματογράφου, αλλά είναι απαραίτητη η Δημόσια Σχολή», λέει. Εχει, άλλωστε, τρανταχτό παράδειγμα. «Το νέο δανέζικο σινεμά δεν θα υπήρχε χωρίς τη Σχολή Κινηματογράφου».


Πηγή: Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Μαρτίου 2011  





CLUB