Ήσυχοι που κοιμούνται οι σκελετοί...
Toυ Ανδρέα Τύρου
Αν δεν πρόλαβε σε δύο χρόνια η Ελλάδα να γίνει η Δανία της Μεσογείου, γιατί το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης δεν είναι οι Κάννες των Βαλκανίων, ύστερα από μισόν αιώνα κι επιπλέον μια διετία;
Οξύμωρον αλλ’ αληθινό: τα δημοψηφίσματα, ακόμα και τα πιο άστοχα, τα πιο (αυτο)καταστροφικά ή τα πιο τυχοδιωκτικά, μπορούν να εξαγγέλλονται και ν’ αποσύρονται στα γήπεδα της πολιτικής, της οικονομικής ή κοινωνικής αντιπαράθεσης, αλλ’ όχι και της καλλιτεχνικής. Για παράδειγμα, την ώρα που μια καλά υπολογισμένη πρωθυπουργική «επιπολαιότης» σκηνοθετεί το εθνικό δίλημμα ανάμεσα σ’ ευρώ και δραχμή, πίσω και πέρα από ταινίες, τίτλους, τμήματα κι αφιερώματα, η 52η διοργάνωση του μεγαλύτερου κι αρχαιότερου εγχώριου φεστιβάλ δεν μπορεί πια ν’ αποκρύπτει την αντίστοιχη, θεμελιώδη σύγκρουση ανάμεσα στον διεθνή χαρακτήρα του, από τη μια, και την ελληνική του καταγωγή, από την άλλη. Με δυο λόγια, δίχως ίχνος νοσταλγίας κι άλλες γραφικότητες, όλοι όσοι προτείναμε και υπηρετήσαμε την μετατροπή μιας πανηγυριώτικης εκδήλωσης σε σύγχρονο θεσμό δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως το τίμημα της αλλαγής θα ήταν τόσο ακριβό, δηλαδή ο ουσιαστικός αφελληνισμός του φεστιβάλ, που, ως γνωστόν, ξεκίνησε ως «Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου», εδώ στο «Ολύμπιον» της Αριστοτέλους, για να μετακομίσει στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και να επιστρέψει, όπως κάθε αξιοσέβαστος θεσμός και δολοφόνος, στον τόπο της καταγωγής ή του εγκλήματος, αναλόγως.
Δεν στάθηκαν αρκετές κάποιες αστοχίες διευθυντικές, η δίψα του κοινού για το άγνωστο και το εξωτικό, η θρυαλλίδα που άκουγε στο όνομα Κρατικά Βραβεία, αντιφάσεις ορατές κι ο αόρατος «φιλελληνισμός». Χρειάστηκε η αποφασιστική, μονομερής κι εντέλει ανιστόρητη παρέμβαση του κ. Γερουλάνου. Ο φετινός αφελληνισμός αποτελεί το αναπόφευκτο προϊόν της διετούς θητείας του, δηλαδή του νέου νόμου, της σκανδαλώδους πριμοδότησης της νεοσύστατης Ακαδημίας και της συνακόλουθης αποδυνάμωσης των κινήτρων για την συμμετοχή-προβολή της εγχώριας παραγωγής συνολικά στην Θεσσαλονίκη.
Παραφράζοντας την κ. Κλίντον, που παρέφρασε τον Ιούλιο Καίσαρα προηγουμένως, ο κ. Γερουλάνος, ακριβώς δυο χρόνια πριν, «ήλθε, είδε, έχασε». Όχι, δεν έχασε ο ίδιος μόνον την ιστορική ευκαιρία να δρομολογήσει την αληθινή ανάπτυξη του ελληνικού σινεμά, προτιμώντας άρον άρον να κόψει όσα κεφάλια πονούσαν. Έχασε, κυρίως, το εγχώριο σινεμά, καθώς παραδίδεται στις ορέξεις και διαθέσεις των αγορών, έχασε την εθνική δυναμική του κι ο θεσμός. Δεν πρόκειται λοιπόν για δημοψήφισμα, το διεθνές και το ελληνικό υλικό μπορούν και πρέπει να συνυπάρχουν, δίχως αποκλεισμούς, μεροληψία και μεθοδεύσεις παρασκηνιακές. Ταιριάζει μάλλον στην περίσταση το παλιό λαϊκό τραγουδάκι «Ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο». Σε μιαν ακόμα επίκαιρη παράφραση, θα έλεγε κανείς πως «Ό,τι αρχίζει με Πέιν τελειώνει με Μάρθα», καθώς «Οι Απόγονοι» του Αλεξάντερ Πέιν, το οικογενειακό δράμα με πρωταγωνιστή τον Τζορτζ Κλούνεϊ που εγκαινίασε τις προβολές, δίνουν τη θέση τους απόψε για την λήξη σε μιαν άλλη αμερικανική ταινία, το ψυχολογικό θρίλερ του Σον Ντέρκιν «Μάρθα Μέρσι Μέι Μαρλίν», με την νεαρή ηρωίδα να βυθίζεται στον κόσμο των παραισθήσεων όταν εγκαταλείπει κοινόβιο κι αίρεση θρησκευτική που την καταδιώκουν. Μέτρια έναρξη, μέτρια λήξη.
Δίπλα σ’ αναγνωρισμένους σκηνοθέτες και δημιουργίες βραβευμένες σε μεγάλα φεστιβάλ, όπως ο «Φάουστ» του Αλεξάντερ Σοκούροφ, το «Παιδί με το ποδήλατο» των αδερφών Νταρντέν, «Στη στεριά» του Εμανουέλε Κριαλέζε, «Η ζωή μας» του Ντανιέλε Λουκέτι και το «Κοτόπουλο με δαμάσκηνα» της Μαριάν Σατραπί, ξεχωρίζει η «Ελένα», τρίτη ταινία του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ («Η επιστροφή»), τόσο για τις αφηγηματικές της αρετές όσο και για το τολμηρό περιεχόμενό της, μ’ αιχμή την έμμεση συμπάθεια για την μεσόκοπη ηρωίδα, γυναίκα ώριμου και πλούσιου επιχειρηματία (πατέρα μιας κυνικής νεαρής, από προηγούμενο γάμο), τον οποίο οδηγεί στον θάνατο με την σωστή ανάμειξη φαρμάκων, ώστε να εξουδετερώσει την απειλή διαθήκης και να εξασφαλίσει σημαντικό μερίδιο της περιουσίας του για λογαριασμό του δικού της γιου και της οικογένειάς του. Θανάσιμες επιλογές, στοργή και σκληρότητα, πίστη κι αμαρτία σε μιαν πυκνή αλληγορία για το παρόν και το μέλλον της ρωσικής κοινωνίας, μέσα από την αντιπαράθεση του ατομικού και του συλλογικού οφέλους.
Στο διαγωνιστικό τμήμα, εξάλλου, ως φαβορί για την αποψινή απονομή βραβείων προβάλλουν δυο ταινίες. Πρώτη, το «Σπίτι» (DOM) της Σουζάνα Λιόβα, από την Τσεχία και την Σλοβακία, με την όμορφη και μελαγχολική Εύα να ονειρεύεται να σπουδάσει στο Λονδίνο, ενώ συνθλίβεται ανάμεσα στον αδιέξοδο έρωτα του καθηγητή και την αυστηρή αγάπη του πατέρα. Δεύτερη, η «Χώρα της λήθης» της Μιχάλε Μπογκάνιμ, μ’ αφοπλιστικά ανθρώπινες ιστορίες στον απόηχο του Τσερνόμπιλ.
Και το εγχώριο σινεμά; Ναι, υπάρχει, υπό συνθήκες ακήρυκτου εμφυλίου, μ’ ορατό αποτέλεσμα την επίθεση του σκηνοθέτη Κ. Γιάνναρη εναντίον του σεναριογράφου Αλ. Κακαβά και τον διευθυντή του φεστιβάλ σε ρόλο Πόντιου Πιλάτου. Δυο ταινίες στον διαγωνισμό, άλλες σ’ αίθουσες του λιμανιού, μερικές απούσες εντελώς, ας όψεται ο Πολ Τζερούλανος. Αναδρομικά, καταλαβαίνω το υπονοούμενο. Γιατί μπροστά στο ξενοδοχείο, δίπλα στα έργα του μετρό, μας περιμένουν κάθε πρωί οι σκελετοί του βυζαντινού νεκροταφείου που έφερε στην επιφάνεια η αρχαιολογική σκαπάνη; Να ομονοούμε, να ηρεμήσουμε, να συμφιλιωθούμε με την μάταιη περιπέτειά μας; Ήσυχοι που κοιμούνται οι σκελετοί...
Πηγή: Ο Κόσμος του Επενδυτή, 12 Νοεμβρίου 2011