Τι είναι λάθος με τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου;
Γιατί όλοι νιώθουν πως τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου είναι μια γιορτή της κινηματογραφικής κοινότητας που δεν τον αφορά; Γιατί στις υποψηφιότητες των βραβείων εμφανίζονται ταινίες που έχουν δει μόνο λίγοι; Και τι χρειάζεται για να αποκτήσουν τα βραβεία την επικοινωνία με το κοινό που έχει τόσο ανάγκη το ελληνικό σινεμά;
Κάθε χρόνο, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ταυτόχρονα με την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων των βραβείων της Ελληνικής Ακαδημίας ξεκινάει και μια παράλληλη συζήτηση που επικεντρώνεται στο ερώτημα ποιον τελικά αφορούν αυτά τα βραβεία, ποιες είναι όλες αυτές οι ταινίες από τις οποίες λίγες μόνο έχουν βγει στις αίθουσες ενώ οι υπόλοιπες έχουν απλά προβληθεί μόνο μια φορά σε κάποιο Φεστιβάλ, ποιο είναι το νόημα μιας τελετής που παρακολουθούν μόνο οι ίδιοι άνθρωποι που ψηφίζουν ή ανήκουν στην ευρύτερη κινηματογραφική κοινότητα της Ελλάδας και τι αντίκτυπο έχουν τα βραβεία στην ενδεχόμενη πορεία ή ορατότητα μιας ταινίας.
Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα δεν είναι εύκολες, πόσο μάλλον προφανείς.
To μόνο σίγουρο είναι πως τα βραβεία της όποιας εθνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου υπάρχουν για να αφορούν εξίσου την κινηματογραφική κοινότητα μιας χώρας και το κοινό. Και πως η ίδρυση της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου το 2008 – ως προς το κομμάτι των βραβείων – είχε ακριβώς αυτή την πρόθεση: να κάνει το ελληνικό σινεμά ορατό σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο και ταυτόχρονα να απαγκιστρωθεί από τη στρεβλή παράδοση των Κρατικών Βραβείων Ποιότητας που για χρόνια λειτουργούσε με πρακτικές ανάλογες με αυτές του πελατειακού πολιτικού συστήματος που όλοι τώρα ξαφνικά ανακάλυψαν και κατακρίνουν.
Το «λάθος», αν μπορεί κανείς να το ονομάσει ως τέτοιο, με τα βραβεία της Ακαδημίας είναι απόλυτα συνυφασμένο με την (ας την περιγράψουμε με επιείκεια) άτσαλη έξοδο των ελληνικών ταινιών στις αίθουσες, το γεγονός πως οι θεατές ενδιαφέρονται ελάχιστα για τον ελληνικό κινηματογράφο και πως γενικά στην Ελλάδα το σινεμά συνεχίζει να είναι μια υπόθεση των «λίγων».
Η ύπαρξη ταινιών στις ανά τα χρόνια υποψηφιότητες των βραβείων της Ακαδημίας που δεν έχουν βγει ακόμη στις αίθουσες (κάποιες από αυτές δεν βγήκαν ποτέ) ή ταινιών που έχουν δει μόνο λίγοι σε φεστιβαλικές προβολές (κυρίως στις Νύχτες Πρεμιέρας και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), οφείλεται στο γεγονός πως ο κανόνας για την συμμετοχή μιας ταινίας στα βραβεία της Ακαδημίας είναι μια δημόσια προβολή με εισιτήριο.
Για πολλούς ένας λάθος κανόνας, αφού δεν ορίζεται μια συγκεκριμένη περίοδο προ-βραβείων η οποία επιτρέπει στο κοινό να συμμετέχει στο διαγωνισμό ανάμεσα στους υποψήφιους, ψηφίζοντας και το ίδιο σε αυτοσχέδιες ψηφοφορίες την αγαπημένη του ταινία, κάνοντας συγκρίσεις με όσες μπορεί να μην έχει δει στο σινεμά αλλά που τουλάχιστον είχε τη δυνατότητα να δει και ενδεχομένως μπορεί να αναζητήσει σε DVD.
Είναι τόσο κρίμα που την ίδια μέρα με την ανακοίνωση των φετινών υποψηφιοτήτων καποιος που θα ήθελε να δει για παράδειγμα τις πέντε υποψήφιες για καλύτερη ταινία μπορεί να βρει μόνο το «Αν...» σε μια μόνο αίθουσα, ενώ το «J.A.C.E.» και η «Κόρη» έχουν ολοκληρώσει τις προβολές τους στις αίθουσες και το «11 Συναντήσεις με τον Πατέρα Μου» είναι άγνωστο αν θα προβληθεί σε κάποια αίθουσα από δω και πέρα και το «Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού» θα βγει στις αίθουσες το Μάιο.
Από την άλλη, αν δεν υπήρχε αυτός ο κανόνας, οι ταινίες που θα συμμετείχαν στη διαδικασία ψηφοφορίας θα ήταν μόνο αυτές που έχουν βγει στις αίθουσες και άρα λίγες στον αριθμό. Αλλές δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι υποψήφιες (αφού υπάρχουν αρκετές που δεν βγήκαν ποτέ στις αίθουσες) και αν συνυπολογίσει κανείς και την καθυστέρηση με την οποία προγραμματίζεται η έξοδος μιας ελληνικής ταινίας μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει πως το «Man at Sea», για παράδειγμα, του Κωνσταντίνου Γιάνναρη θα συμμετείχε σε διαδικασία βραβείων το 2014, αφού βγήκε στις αίθουσες πριν ένα μήνα!
Εχοντας εκθέσει τις συνισταμένες αυτού του πρώτου ερωτήματος, δεν χρειάζεται νομίζουμε να συνεχίσουμε στα υπόλοιπα. Το «λάθος» με τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου είναι το ίδιο «λάθος» που συμβαίνει στο ελληνικό σινεμά, όχι μόνο τώρα λόγω κρίσης (δεν φταίει αυτή για όλα, το έχουμε αντιληφθεί) αλλά ανέκαθεν. Και έχει να κάνει με το γεγονός πως όσο «χειροποίητη» είναι η παραγωγή του, άλλο τόσο ερασιτεχνική είναι και η διανομή και η έξοδός του στους κινηματογράφους.
Εκτός απο τις μεγάλες παραγωγές που (λογικά) εξασφαλίζουν μια ισχυρή πιθανότητα εμπορικής επιτυχίας, οι υπολοιπες ταινίες, είτε αυτές διανέμονται από εταιρίες διανομής είτε αυτόσχέδια από τους δημιουργούς τους, αγωνιούν όλο το χρόνο να βρουν κάποια αίθουσα που να ενδιαφέρεται να τις προβάλλει. Και αυτό γίνεται συνήθως στην περίοδο μετά τον Μάρτιο όταν τελειώνει η «σεζόν» και οι αίθουσες βρίσκουν χώρο μετά τις μεγάλες ταινίες του χειμώνα, ορμώμενες και από την ευκαιρία της επιστροφής του φόρου που είναι θεσμοθετημένη και ορίζει πως οι αίθουσες που προβάλλουν έστω και για μια εβδομάδα σε τρεις προβολές ελληνική ταινία έχουν να λαμβάνουν επιστροφή φόρου από το ΥΠΠΟ.
Δεν είναι τυχαίο πως από αυτήν την Πέμπτη και για ένα μήνα περίπου θα βγουν στις αίθουσες όσες ελληνικές ταινίες δεν είδαμε μέσα σε έναν ολόκληρο χρόνο.
Αν σε αυτό προσθέσει κανείς την πλήρη αδιαφορία του κοινού για τις ελληνικές ταινίες που δεν είναι «εμπορικές» σε πλήρη αναντιστοιχία με το ενδιαφέρον του σε επίπεδο συζητήσεων όταν αυτές ταξιδεύουν και διακρίνονται στα διεθνή φεστιβάλ, τότε είναι σαφές πως τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας θα έπρεπε απλά να μην δίνονται, αφού δεν ενδιαφέρουν κανέναν έτσι κι αλλιώς.
Λάθος.
Τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, έστω και μέσα σε αυτές τις συνθήκες προβολής της ελληνικής ταινίας στο κινηματογραφικό κύκλωμα, θα μπορούσαν να είναι η βάση για να κερδιθεί το χαμένο ενδιαφέρον του θεατή για το ελληνικό σινεμά. Θα μπορούσαν με βάση το γεγονός πως τελικά οι ταινίες που βραβεύονται είναι γνωστές σε ένα ευρύτερο κοινό – σε αντίθεση με τις περισσότερες υποψήφιότητες – να γίνουν μια σφραγίδα ποιότητας για τις ίδιες τις ταινίες και για τους θεατές που θα τις συναντήσουν στις αίθουσες ή στο μέλλον σε οποιαδήποτε προβολή τους.
Λέμε «θα μπορούσαν», γιατί το νούμερο των μόλις 100 ανθρώπων που ψήφισε για τις υποψηφιότητες των φετινών βραβείων, όπως αυτό ανακοινώθηκε στην συνέντευξη Τϋπου της Ακαδημίας είναι εκτός από απογοητευτικό και ανησυχητικό. Μέσα στα τέσσερα χρόνια ζωής της τρία χρόνια η Ακαδημία δεν έχει αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των μελών της και από τον υπάρχον αριθμό των 240 μελών ψήφισαν για τις φετινές υποψηφιότητες λιγότεροι από τους μισούς.
Οταν το 2011 είχαμε γράψει πως «τα 200 μέλη της Ακαδημίας μοιάζουν, σε σύγκριση, για παράδειγμα με τα 4000 μέλη των γαλλικών Σεζάρ με μια μικρή ομάδα φίλων που συζητάει για την αγαπημένη της ταινία της χρονιάς.» η προσδοκία ήταν πως η Ακαδημία θα μεγάλωνε μέσα στα χρόνια, κάνοντας αυτά τα βραβεία κάτι περισσότερο από μιας εσωτερικής κατανάλωσης γιορτή του ελληνικού σινεμά.
Ας ελπίσουμε πως αυτή η «αδιαφορία» και εκ μέρους των μελών της Ακαδημίας δεν έρχεται ως φυσικό επακόλουθο ενός θεσμού που σε λίγο θα τρέχει από κεκτημένη ταχύτητα χωρίς τον ενθουσιασμό και την ξέφρενη εκείνη ατμόσφαιρα της πρώτης απονομής του 2010.
Και πως κόντρα σε ό,τι θα ήταν λογικό, μέχρι και αν διορθωθεί ποτέ το μεγάλο «λάθος» της σημασίας που δίνεται στο ελληνικό σινεμά από κρατικούς φορείς και θεατές, ας μην επιτρέψουμε και άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα λάθη να στοιβάζονται πάνω του.
Ειδικά από ανθρώπους που αποδεδειγμένα το αγαπούν.
Πηγή: flix.gr