ShareThis

Ενα νησί ταξιδεύει: μυθιστόρημα του Τάκη Χατζηαναγνώστου

Τον Νοέμβριο 2004 κυκλοφορεί σε νέα, αναθεωρημένη έκδοση από τις Εκδόσεις Άγκυρα, το μυθιστόρημα Ένα νησί ταξιδεύει του βετεράνου συναδέλφου Τάκη Χατζηαναγνώστου, που τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το Μέγα Βραβείο Πεζογραφίας (Βραβείο Ουράνη).

Οι ήρωες του βιβλίου, νέα παιδιά λίγο πριν απ’ τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ζουν κι αναπνέουν τους δροσερούς θαλασσινούς αγέρηδες του Αιγαίου, γεμάτα όνειρα και φιλοδοξίες, που αναπτύσσονται μέσα σ’ ένα κλίμα από αγνές φιλίες και έρωτες με ανοιχτά φτερά.
Ωστόσο, οι ιστορίες τους παλεύουν να ξεπεράσουν τις συμπληγάδες εκείνων των χρόνων : την προσφυγική ατμόσφαιρα απ’ την μικρασιατική καταστροφή του 1922, την εγκαθίδρυση του ναζισμού στη Γερμανία, τη δικτατορία του Μεταξά στην Ελλάδα, το φάσμα του πολέμου που έρχεται, την επίθεση της Ιταλίας του 1940, την κατάρρευση του μετώπου κατόπιν, ύστερα απ’ την επίθεση των Γερμανών.
Και τα καταφέρνουν, όσο το νησί τους ταξιδεύει, κι όσο οι ίδιοι αντλούν δύναμη απ’ τη νιότη τους κι απ’ τα αισιόδοξα κύματα της θάλασσάς τους.


Παραθέτουμε πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα.

(Περί ποίησης)

………………………………………

Η άνοιξη είχε μπει για καλά. Και δεν την έφεραν μόνο οι δυο καινούριες συμμαθήτριες στην τάξη. Ήταν κι ένα καινούριος καθηγητής της φιλολογίας, που μας τον παρουσίασαν ολότελα άξαφνα κι αναπάντεχα, ν’ αντικαταστήσει τον παλιό μας, γιατί, λέει, γέρασε.
Δε μας άρεσε αυτή η απροειδοποίητη αλλαγή. Στο κάτω-κάτω με το «γέρο» τα πηγαίναμε μέλι-γάλα. Ήταν κουρασμένος απ’ τα χρόνια ο άνθρωπος και δε μας ζόριζε και πολύ στο μάθημά του. Τούτος ο νέος σίγουρα θα κρατούσε μιαν άλλη στάση απέναντι σ’ όλους μας, δημιουργώντας μας υποχρεώσεις. Τον είδαμε με πολλή επιφύλαξη.
Με την ίδια επιφύλαξη μας αντιμετώπισε στα δυο πρώτα του μαθήματα κι εκείνος. Τυπικός και συμμαζεμένος, μας κοίταζε έναν-έναν ερευνητικά, αποφεύγοντας να προσθέσει έστω κι ένα «και» σ’ όσα είχε καθήκον να μας διδάξει.
Ωστόσο την τρίτη φορά διακρίναμε στη φωνή του ένα σπινθήρισμα. Χωρίς να το καταλάβουμε τεντώσαμε την προσοχή μας. Και τότε είδαμε στο βλέμμα του μια λάμψη που δύσκολα έκρυβε την ακτινοβολία της. Ανακαθίσαμε στα θρανία.
«Οφείλω να σας πω ότι μου είναι αδιανόητο να σας κάνω ένα μάθημα νεκρό, διδάσκοντάς σας άψυχες έννοιες, που δεν καταφέρνουν να γεφυρώσουν μια στοιχειώδη μεταξύ μας επικοινωνία. Θα προτιμούσα να κάναμε ανταλλαγή ιδεών και σκέψεων. Τι λέτε ;»
Δεν απάντησε κανένας μας. Τι ξέραμε να του πούμε; Εμείς από «ιδέες» και «σκέψεις» είχαμε μεσάνυχτα. Όλο κι όλο το ζήτημα πιστεύαμε πως ήταν να διαβάζουμε τις σελίδες που μας παρέδιναν οι καθηγητές, να τις αποστηθίζουμε όσο καλύτερα γινόταν, κι ύστερα να τις παπαγαλίζαμε χωρίς παραλείψεις. Οι ανταλλαγές που μας ζητούσε τούτος ’δω ήταν για μας άγνωστα πράματα πέρα για πέρα.
Τον κοιτάζαμε χωρίς να βγάζουμε άχνα.
«Δε λέτε τίποτα ;»
Ο Άρης γύρισε μόλις και με κοίταξε :
«Πες εσύ», μου ψιθύρισε.
Σήκωσα τους ώμους. Τι να ’λεγα ; Ή μήπως ήθελε ο φίλος να βγάλω εγώ το φίδι απ’ την τρύπα ; Αν ήταν έτσι, τον γέλασαν. Έσφιξα πιο πολύ τα χείλια μου. Δεν άρθρωσα λέξη.
Ωστόσο, ο καθηγητής επέμενε :
«Ίσως το φταίξιμο είναι δικό μου, που δε σας μιλώ για πιο συγκεκριμένα πράματα. Ωραία. Τότε ας κουβεντιάσουμε για την ποίηση. Ας μου πει κάποιος τι είναι ποίηση. Πώς την αντιλαμβάνεται. Τι έχετε σχετικά ακούσει.»
Πάλι κανένας δεν άνοιξε το στόμα του. Ξέραμε βέβαια πως ποίηση σήμαινε κυρίως απαγγελία. Δηλαδή ένα κείμενο καλουπωμένο σε στίχους, γραμμένους πάνω σε κάποιο μέτρο και κάποιο ρυθμό, που έπρεπε να διαβάζεται με ειδικό τρόπο. Μήπως δεν ήταν έτσι ; Η ερώτηση του καθηγητή μάς έκανε ξαφνικά ν’ αμφιβάλουμε. Τον κοιτάζαμε σαστισμένοι και κάπως καχύποπτοι. Φοβόμασταν ότι μπορεί να μας έστηνε παγίδα.
Ευτυχώς ότι γρήγορα μας έβγαλε ο ίδιος απ’ το αδιέξοδο. Χαμογέλασε. Είπε :
«Ας μη σας ταλαιπωρώ άλλο. Σπεύδω να σας πω ότι ούτε εγώ ξέρω έναν ορισμό που θ’ απαντήσει μ’ αναντίρρητη σιγουριά σ’ ό,τι σας ρώτησα. Σας βεβαιώ. Γιατί η ποίηση δεν εξηγείται, δε λέγεται, δεν ορίζεται. Δεν μπορείς να πεις είναι αυτό ή εκείνο. Είναι κι αυτό, κι εκείνο, κι όλα, ή τίποτα. Είναι το αίσθημά μας ότι κάτι συμβαίνει γύρω μας, ας πούμε ένα παλμός, ένα χτυποκάρδι. Βλέπουμε ένα τριαντάφυλλο. Τα πέταλά του, σφιχτά δεμένα το ένα με τ’ άλλο, φτιάχνουν μιαν αρμονία εικόνας και χρώματος. Αυτή η αρμονία δε σταματά μόνο στην όρασή μας. Προχωρεί πιο μέσα, φτάνει ως την καρδιά, την κεντά, την ερεθίζει, ξεσηκώνει μέσα μας μια συγκίνηση. Ακριβώς αυτή η συγκίνηση είναι η αίσθηση της ομορφιάς που πλημμυρίζει το «είναι» μας όλο. Ε, λοιπόν, αυτή η αίσθηση της ομορφιάς είναι η ποίηση –η ποίηση των πραγμάτων, των καταστάσεων, των ιδεών, η μαγεία του κόσμου…»
Στράφηκα με τρόπο στον Άρη. Ήταν απορροφημένος. Στράφηκα στ’ άλλα παιδιά. Το ίδιο. Κανείς δε σάλευε. Ούτε μιλούσε. Ξαφνικά όλοι είχαν τυλιχτεί σ’ ένα ρόδινο σύννεφο και ταξίδευαν έξω τόπου και χρόνου. Κι εγώ μαζί. Κι η μαλακιά φωνή του καινούριου καθηγητή μας συνέχιζε:
«Φυσικά αυτά τα πράματα τα νιώθουμε όλοι μέσα μας : μεγάλοι, μικροί, αμόρφωτοι, καλλιεργημένοι. Θέλω να πω το φτιάξιμό μας είναι τέτοιο που, είτε το θέλουμε, είτε όχι, ακούμε βαθιά μας την πρόκληση των ψιθυρισμάτων που ξυπνούν απ’ τη θέαση των αντικειμένων, ή, αν θέλετε, αισθανόμαστε το ανατρίχιασμα που φέρνει η επαφή μας με το μυστήριο. Το κακό είναι ότι λείπει ο ήχος, λείπουν οι συγκεκριμένες λέξεις, ας πούμε ο κώδικας που θα μας εξηγεί κάθε φορά περί τίνος πρόκειται. Όλ’ αυτά γίνονται μυστικά και υποδόρια. Γι’ αυτό κι απ’ τους περισσότερούς μας περνούν απαρατήρητα. Οι δουλειές μας, οι απασχολήσεις μας, οι φροντίδες μας, οι σκοτούρες μας, τα επικαλύπτουν. Ωστόσο, υπάρχουν. Γιατί η ποίηση είναι η ουσία της ζωής. Υπάρχει διάχυτη παντού γύρω μας, ή και μέσα μας. Είναι η ιερή μέθη που αντιπαραβάλλει τον άνθρωπο απέναντι στο ρομπότ. Το ρομπότ είναι το μηχανιστικό πλάσμα που μπορεί να εκτελεί διάφορες τυποποιημένες λειτουργίες με βάση κάποιες Χ προδιαγραφές. Ο άνθρωπος είναι κάτι άλλο. Είναι η καταξίωση της δημιουργίας του Θεού, που αλλιώς δε θα είχε νόημα. Μ’ άλλα λόγια η ποίηση είναι η γέφυρα που μας ανεβάζει ως το Θεό και μπορούμε να συνομιλούμε μαζί του σαν ίσος με ίσον…»
Είχα την αίσθηση ότι ήμουν ανεβασμένος πάνω σε φτερά. Μπορεί να μην έπιανα όλες τις έννοες που άκουγα. Μπορεί να μου ξέφευγε ακόμα και το νόημα κάποιων λέξεων ή φράσεων έτσι όπως σαν εικόνες τις ξετύλιγε η φωνή του καινούριου δασκάλου μπροστά στην έκπληκτη συνείδησή μας. Όμως ότι πετούσα, ναι, πετούσα. Κι οι συγκινήσεις απ’ το πέταγμα ήταν εκπληκτικές. Πνοές απ’ ολόγυρα. Χρώματα. Χρώματα κόκκινα, γαλάζια, κίτρινα, πράσινα. Και πουλιά. Κι από κάτω μου απέραντες θάλασσες. Κι ύστερα απ’ τις θάλασσες μια γη λουλουδισμένη, με μικρούς μαλακούς λόφους, με παιχνιδιστά βουνά. Η καρδιά μου χτυπούσε παράξενα. Οι χτύποι αυτοί πρέπει να ήταν μουσική. Η μουσική με τύλιγε. Με μεθούσε.
Ένα χέρι άρπαξε το χέρι μου. Ήταν του Άρη. Στράφηκα. Με κοίταζε. Ήταν κι αυτός συνεπαρμένος.
«Ωραία !…» ψέλλισε.
«Πολύ ωραία !…» αποκρίθηκα.
Όταν χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα, περιτριγυρίσαμε όλοι σχεδόν με λατρεία τον καινούριο μας καθηγητή. Αν μας ρωτούσε κανείς εκείνη την ώρα γιατί, δε θα ξέραμε να του εξηγήσουμε. Όμως θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να του πούμε «ναι, τον λατρεύουμε, μας κρατά απ’ το χέρι και το θέλουμε, το έχουμε ανάγκη.»
Τον κοιτάζαμε με θαυμασμό. Ήταν ψιλόλιγνος. Με σγουρά μαλλιά. Με μεγάλο πρόσωπο, που ακτινοβολούσε μόνιμα ένα φως. Με ζωηρά μάτια. Με λεπτά χείλη. Ήταν σαν να τον ξέραμε και να μας ήξερε από χρόνια. Αισθανόμαστε ότι τον αγαπούμε, ότι τον αγαπούσαμε απ’ την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στην τάξη μας, ή κι ακόμα πιο πριν. Είχε κάτι από μας κι εμείς είχαμε κάτι από κείνον. Ήταν δικός μας. Γι’ αυτό, όταν μας είπε να μην πάρουμε σαν απαράβατα θεωρήματα όσα μας είπε προηγουμένως, αλλά να τα δούμε μόνο σαν ιδέες, που μπορούσε να είναι και λαθεμένες και να επιδέχονται και ανασκευές, φτάνει να έχει κανείς κάτι πιο σωστό να βάλει στη θέση τους και να τις αντικαταστήσει, νιώσαμε πιο οικεία μαζί του, πιο φιλικά.
«Δηλαδή μπορούμε να έχουμε και αντίθετες από σας απόψεις ;» ρώτησε ο Άρης.
«Γιατί όχι ; Κανένας δεν είναι αλάνθαστος. Κι επιπλέον εσείς είναι πιθανόν να είστε πιο αληθινοί, μια κι η καρδιά σας και το μυαλό σας διατηρούν ακόμα την παρθενικότητα της ηλικίας.»
Ο Άρης έγινε σοβαρός :
«Και θα μας επιτρέπατε να συζητήσουμε μαζί σας και άλλα θέματα, εκτός απ’ την ποίηση ;»
Ο καθηγητής αιφνιδιάστηκε. Ίσως και να ένιωσε ότι παγιδευόταν. Κοίταξε τον Άρη ερωτηματικά. Πάντως μας έδωσε την εντύπωση ότι του ήταν αδύνατο, ή ότι δεν ήθελε να ξεφύγει. Αποκρίθηκε :
«Μα φυσικά.»
Βγήκαμε στο διάλειμμα, παίξαμε, τρέξαμε, ξαναμπήκαμε στην τάξη γι’ άλλο μάθημα, θρησκευτικά ή ζωολογία, κάτι τέτοιο, κοροϊδέψαμε τον καθηγητή που είχε ένα τικ και κάθε τόσο ξερόβηχε, ξεροβήχαμε κι εμείς όλοι σκύβοντας κάτω απ’ τα θρανία, ώσπου τέλος σχολάσαμε.




Απόσπασμα από το βιβλίο του Τάκη Χατζηαναγνώστου 'Ενα νησί ταξιδεύει', που θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο από τις Εκδόσεις Άγκυρα.


Σχετικά με την εικόνα: 
Ελλάδα 1950-55, φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου (Αρχείο Μουσείου Μπενάκη)


Ενημέρωση: 19-10-2004

CLUB