Ποιά τέχνη επαινεί η εξουσία;
Της Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ
Η ελληνική κοινωνία βίωσε πρόσφατα μια μεθοδικά συντονισμένη εκστρατεία προβολής της ταινίας «Attenberg» με αποκορύφωμα την αναγωγή της - από τα πλέον αρμόδια θεσμικά χείλη, από την ομιλία του υπουργού Πολιτισμού στη Βουλή - σε λάβαρο της επίσημης πολιτείας.
Την εργολαβία της καμπάνιας ανέλαβαν συνδυαστικά - όπως είθισται εξάλλου - το σύνολο των αστικών ΜΜΕ. Από τις κρατικές και ιδιωτικές συχνότητες έως το διαδίκτυο και τα κάθε λογής ιλουστρασιόν life style περιοδικά που στοιβάζονται στα κομμωτήρια και τα αεροσκάφη. Η επέλαση της σύγχρονης καπιταλιστικής οπτικοακουστικής βιομηχανίας, που εκτός από τα άμεσα εμπορικά κέρδη της προσβλέποντας με ιδιαίτερο ζήλο και στη μακροοικονομική τους εξασφάλιση, εμβολίζοντας την κοινωνική συνείδηση του λαού μας ώστε να διαμορφωθούν οι αναγκαίες καταναλωτικές συνειδήσεις, έβαλε στόχο να μην υπάρξει άνθρωπος στην επικράτεια που να ισχυρισθεί ότι «δεν πήρε κάτι το αυτί του» για το φαινόμενο μιας ελληνικής ταινίας που ο εξωτικός της τίτλος και μόνο προκαλεί την... περιέργεια.
To ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και με την ταινία «Κυνόδοντας». Αλλωστε, οι ταινίες «Attenberg» και «Κυνόδοντας» εμφανίζουν μεταξύ τους εκλεκτικές συγγένειες, που περιστρέφονται γύρω από τον ιδεολογικό και αισθητικό άξονα του κοσμοπολιτισμού και ανατροφοδοτούν εσωτερικά υπαρξιακά αδιέξοδα. Η πορεία τέτοιου είδους ιδεολογικών προϊόντων προς τα διεθνή φεστιβάλ και τα Οσκαρ - όπου κατευθύνεται και ο «Κυνόδοντας» - συνιστά πολλές φορές μέρος της εικόνας μιας προκατασκευασμένης «ακέραιης» μυθολογίας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για πολιτική σκοπιμότητα. Γι' αυτό και οι διάφοροι μηχανισμοί του αστικού κράτους που μέλημά τους είναι - μεταξύ άλλων - και η προώθηση προς τη διεθνή αγορά επιλεγμένων από την εξουσία προϊόντων τέχνης, φροντίζουν - κατά περίπτωση - και για την απόσπαση «βούλας εγκυρότητας» διά της από το εξωτερικό νομιμοποίησής τους. Η υπεραξία που στα έργα αυτά προσάπτει η μη ιθαγενής κρίση αξιοποιείται συνήθως με τον καλύτερο τρόπο σε τυχόν αντιπαραθέσεις, σε περίπτωση αμφισβήτησης είτε της ποιότητας των έργων αυτών, είτε των αιτιάσεων της επιλογής της κρατικής εξουσίας για τα εν λόγω προϊόντα.
Αλλά ας επανέλθουμε στην ταινία «Αttenberg».
«Το όνομά της είναι Αθηνά - ανέφερε μιλώντας στη Βουλή ο υπουργός Πολιτισμού - και είναι ένας από τους νέους δημιουργούς της πατρίδας μας. Είναι μια νέα γυναίκα που ανακάλυψε ότι έχει ταλέντο να κάνει ποιοτικές κινηματογραφικές ταινίες, οι οποίες έχουν βραβευτεί σε διάφορες χώρες του κόσμου. Εκτός από ταλαντούχος καλλιτέχνης είναι και πολύ ανήσυχο πνεύμα. Οι ταινίες της μιλούν για τον έρωτα, για την οικογένεια, για τις σχέσεις των ανθρώπων. Προβληματίζουν και συχνά σοκάρουν, αλλά δεν φοβούνται να αναδείξουν θέματα που η κοινωνία μας αποφεύγει και τα φέρνει στο τραπέζι για να τα συζητήσουμε. Μέσα από την τέχνη της η Αθηνά δεν χαϊδεύει. Θα έλεγα ότι η τέχνη της δαγκώνει».
Ο υπουργός αναφέρεται στην Αθηνά Τσαγκάρη. Στην Ελληνίδα σκηνοθέτρια μόνιμη κάτοικο Τέξας, της βραβευμένης, με Αργυρό Αλέξανδρο, ταινίας «Attenberg» στο τελευταίο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ποια είναι όμως τα στοιχεία της ταινίας που η κυβέρνηση εκτίμησε ως εξαιρετικά και επέλεξε να την εξυψώσει σε θέση παραδείγματος - μοντέλου που χρήζει μίμησης από τους υπόλοιπους δημιουργούς ώστε αυτοί να «στηριχθούν» από την πολιτεία; Χωρίς την παραμικρή πρόθεση αντιπαράθεσης για την καθαυτό θεματική και στιλιστική της ταινίας δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει κανείς ότι είναι κομμένη και ραμμένη στην αμοραλιστική αισθητική του κοσμοπολιτισμού, αποψιλωμένη - με ιδιαίτερα μάλιστα ταλαντούχο τρόπο - από οτιδήποτε θα μπορούσε να παραπέμψει σε συγκεκριμένη κοινωνική, ταξική, ή εθνική ταυτότητα. Αυτό το «εύχρηστο», το «γενικά χρήσιμο» για το κεφάλαιο σινεμά πράγματι «δαγκώνει». Μόνο που δαγκώνει τις συνειδήσεις των θεατών του, υποβάλλοντας ως καινοτομία και ριζοσπαστισμό τους αναγκαίους για το σύστημα εκσυγχρονισμούς, όπως στην περίπτωση του «Αttenberg» η βερμπαλιστική ασέλγεια ή ο αποδραματικοποιημένος ορθολογισμός με τον οποίο πραγματεύεται την καύση των νεκρών.
Κοινότοπο deja vu (ήδη ιδωμένο) χαρακτηρίστηκε η ταινία από το μεγαλύτερο μέρος όσων ασχολήθηκαν μαζί της, μετά την προβολή της στο Φεστιβάλ Βενετίας, όπου το ατού της, η Γαλλίδα ηθοποιός Αριάν Λαμπέντ, απέσπασε το α΄ βραβείο ερμηνείας Coppa Volpi. Η «φεστιβαλική» - όπως την αποκαλεί ο Paolo D' Agostini, κριτικός στην ιταλική «Ρεπούμπλικα» - ταινία της Αθηνάς δεν παρουσιάζει πρωτοτυπίες, «έχουμε ήδη δει ντουζίνες τέτοιες». Στο ίδιο μήκος κύματος και η Eleonora Saracino, που αναφέρεται σε «έλλειψη αυθεντικότητας τόσο συγκινησιακή, όσο και αφηγηματική» και στους «απαράδεκτους πιθηκισμούς της Μπέλλας και Μαρίνας» (www.cultframe.com/2010/09/ attenberg-film- athina-rachel-tsangari/), και ο Adriano De Grandis (στο il Gazzettino.it).
Μέσα από την ομιλία του ο υπουργός επιβεβαιώνει τη σύμπνοια και τις ιδεολογικά εκλεκτικές συγγένειες του ενσωματωμένου ή του υποταγμένου καλλιτέχνη στις ανάγκες του κεφαλαίου, ως την εύφορη οδό για όσους ενδιαφέρονται να εγγραφούν στην επετηρίδα του αστικού συστήματος ανάδειξης.
«Εκτός των άλλων η Αθηνά είναι και πρέσβειρα για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό μας, αλλά και την πατρίδα μας γενικότερα. Οπου βρεθεί κι όπου σταθεί την ρωτούν για την Ελλάδα, για την κρίση, για τον κινηματογράφο και τον πολιτισμό στην χώρα μας. Κι εκείνη μιλάει για μια νέα Ελλάδα που παλεύει να γεννηθεί...».
Γαλλιστί donnant donnant, ελληνιστί χέρι με χέρι, σε στηρίζω με στηρίζεις. Εντούτοις άσφαιροι κοινωνικά δημιουργοί είθισται να προβάλλουν την επινόηση ότι το έργο τους εκφράζει πολιτικές θέσεις - τα πάντα είναι πολιτική, λένε - αλλά όχι κομματικές και βέβαια όχι ταξικές. Ως οι αορίστως, δήθεν ανώδυνες πολιτικές θέσεις να είχαν την παραμικρή σχέση με την ουσιαστική κι ενσυνείδητη στάση του υπεύθυνου καλλιτέχνη που «παίρνει θέση»...
Ομως, το καθαρά επιχειρηματικό, αντικαλλιτεχνικό εκβιαστικό μήνυμα που εκπέμπει η ομιλία του υπουργού προς όλους τους κινηματογραφικούς συντελεστές/αποδέκτες, καλώντας τους ταυτόχρονα ρητά και κατηγορηματικά να ξεγράψουν ότι η πολιτεία επί χρόνια τους χρωστάει, συμπυκνώνεται στην παράγραφο που ακολουθεί:
«Ομως η Αθηνά δεν είναι μόνο καλλιτέχνης, σκεπτόμενη και πρέσβειρα του σύγχρονου πολιτισμού μας. Η Αθηνά είναι και εργοδότης. Κόβει μισθοδοσία, προσλαμβάνει και απολύει, προωθεί και διαφημίζει, επενδύει και ρισκάρει (...) είναι άνθρωπος που συμβάλλει άμεσα στην αύξηση του ΑΕΠ και στη μείωση της ανεργίας (...) Η πολιτεία έχει κάθε λόγο να βοηθήσει το έργο της Αθηνάς. Οχι μόνο γιατί έχει σημαντική πολιτιστική αξία, αλλά και διότι έχει επιχειρηματική. Διότι η βοήθεια που θέλουμε να της προσφέρουμε, στο επιχειρηματικό τουλάχιστον μέρος της δουλειάς της, λίγο διαφέρει από τη βοήθεια που δίνουμε στους ξενοδόχους, στους ιχθυοτρόφους ή στους εφοπλιστές για να υπηρετήσουν τις άγονες γραμμές».
Με άλλα λόγια, να γίνετε εσείς οι ίδιοι επιχειρηματίες. Να φροντίσετε για την παραγωγή ιδεολογικά «κατάλληλου» και ευπώλητου στη διεθνή αγορά έργου. Να ξεχάσετε τις κρατικές επιδοτήσεις, στηρίξεις και ό,τι παρεμφερές θυμίζει δογματικές αγκυλώσεις του παρελθόντος. Να αναθεωρήσετε την κριτική στάση απέναντι στην εξουσία και να ενστερνιστείτε το μότο του τυχοδιωκτισμού, που ισχύει πια για ολόκληρη την αστική κοινωνία: Καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός - υπουργός - για όλους! Κι εμείς θα φροντίζουμε να σας στέλνουμε σε φεστιβάλ όπου πιθανότατα θα λάβετε και διακρίσεις...
«Συνήθως οι καλές τέχνες φιμώνονται από την εξουσία», έγραφε ο Σαίξπηρ. Οταν όμως χειροκροτούνται από την εξουσία, πόσο «καλές», αληθινές και χρήσιμες για το λαό μπορεί να είναι;
Πηγή: Ριζοσπάστης - 04/02/2011
Ενημέρωση: 17-02-2011