ShareThis

Η µεγάλη άνοιξη του ελληνικού σινεµά

 

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΑΝΙΚΑ

 

∆εν είναι µόνο ο Λάνθιµος και ο «Κυνόδοντας». Το ελληνικό σινεµά βρίσκεται σε σταθερά ανοδική τροχιά τα τελευταία χρόνια, και ο ∆ηµήτρης ∆ανίκας εντοπίζει το «πώς», το «γιατί» και τα πρόσωπα-κλειδιά αυτής της πορείας που µας ξαναφέρνει στα Οσκαρ ύστερα από 33 χρόνια.


 

 

Τα ξηµερώµατα της ∆ευτέρας της 28ης Φεβρουαρίου µια αµερικανική φωνή ίσως να αναγγείλει το εξής: And the Oscar for best Foreign film goes to «Dogtooth» by George Lanthimos!

Η εκδίκηση της γυφτιάς. Γιατί αν η πορεία του Λάνθιµου συνέβαινε σε ∆ανία, Νορβηγία, Φινλανδία ή δεν ξέρω σε ποια άλλη χώρα της Ευρώπης, όλα τα media θα ήταν πάνω του καρφωµένα.

Καταλάβατε τώρα την απόσταση που µας χωρίζει από κάθε γωνιά της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Η χρεοκοπία δεν είναι µόνο οικονοµική, πρωτίστως είναι πολιτιστική. Πάµε τώρα στο «πώς» και το «γιατί».

Το 2008, όταν ο Λάνθιµος δεν είχε πατήσει τα 35 και µέχρι εκείνη τη στιγµή είχε υπογράψει δύο µεγάλου µήκους ταινίες, την πρώτη « Ο καλύτερός µου φίλος», που δεν τη θεωρεί δική του αλλά του Λάκη Λαζόπουλου, και την «Κινέτα», σκαρώνει µια σουρεαλιστική ιστορία µε τον τίτλο «Κυνόδοντας» και παρέα µε τον φίλο του Ηρακλή Μαυροειδή, παραγωγό και έναν από τους ιδιοκτήτες της Boo Productions, την υποβάλλουν στο Κέντρο Κινηµατογράφου. Το Κέντρο εγκρίνει διακόσια χιλιάρικα– όσα τα πούρα κάθε διαπλεκόµενου άδειου πολιτικού κοστουµιού – και ο Μαυροειδής συµπληρώνει µε άλλα εκατόν πενήντα. Το τίποτα. Η ταινία υποβάλλεται σε όλα σχεδόν τα προγράµµατα του Festival de Cannes.


Αυτό ήταν. Από το πουθενά, συµβαίνουν δύο πράγµατα σχεδόν ταυτόχρονα. Το πρώτο, να διεκδικούν τον «Κυνόδοντα» αυτού του άγνωστου Greek και το «∆εκαπενθήµερο Σκηνοθετών» και το «Ενα κάποιο βλέµµα» (τελικά κατέληξε στο δεύτερο και έτσι κέρδισε το πρώτο βραβείο).

 

 

Στην Ευρώπη
Το δεύτερο, ακόµα πιο σηµαντικό, να διεκδικείται προς αγορά και ευρωπαϊκή διανοµή από τρεις µεγάλες φίρµες. Επιλέχθηκε η MK2 του θρυλικού ρουµανοεβραίου παραγωγού Marin Karmitz. Ο Πάπας της ευρωπαϊκής κινηµατογραφικής κουλτούρας. Ας πούµε, είναι ο παραγωγός των «Τριών χρωµάτων» του Κριστόφ Κισλόφσκι. Εν Ελλάδι κόβει 35.000 εισιτήρια _ αριθµός θηριώδης για τον κλειστό και αλληγορικό χαρακτήρα της _, αλλά η διεθνής καριέρα της µόλις αρχίζει. Ο βρετανικός Τύπος σχεδόν παραληρεί. Ο κριτικός του «Guardian» προβλέπει ότι θα µπει στα Οσκαρ.

Εντελώς συµπτωµατικά, εδώ και τέσσερα χρόνια στο Λος Αντζελες η Ερση ∆άνου, εγγονή του αείµνηστου πολιτικού συντάκτη Λούη ∆άνου, παρέα µε τη φίλη της Αγγελική Γιαννακοπούλου οργανώνουν κάθε Ιούλιο µια µικρή εκδήλωση που την έχουν βαφτίσει L.A.Greek Festival. Τον περασµένο Ιούλιο η ταινία προβλήθηκε σ' αυτή τη γιορτή. Η ∆άνου προσκαλεί αρκετούς και διάσηµους της ελληνικής οµογένειας. Οπως ο Φαίδων Παπαµιχαήλ, διευθυντής φωτογραφίας ταινιών επιπέδου «Walk the line». Οπως ο σκηνοθέτης Αλεξάντερ Πέιν του «Sideways» («Πλαγίως»). Απαντες ενθουσιάζονται. Ετσι αρχίζει το λεγόµενο word of mouth. Ετσι αρχίζει η προβολή της σε µικρές αίθουσες. Ετσι δηµοσιεύονται εξαιρετικές κριτικές. Φανταστείτε, ο Ρότζερ Εµπερτ της «Chicago Sun - Times» γράφει «όπως µε κάθε αυτοκινητικό ατύχηµα, έτσι και µε τον “Κυνόδοντα”. ∆εν µπορείς να αποστρέψεις το βλέµµα σου απ' αυτόν». Στην άλλη άκρη αυτής της ανέλπιστης πορείας βρέθηκε και το γερµανικό όνοµα Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσµαρκ του φαινόµενου «Οι ζωές τωνάλλων» και του «Τουρίστα». Κι αυτός ενθουσιάζεται. Και επειδή µαζί µε µερικούς άλλους ιδιαίτερους σεναριογράφους και σκηνοθέτες συγκροτούν µια επιτροπή για την κατηγορία «Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας», σπρώχνουν τον «Κυνόδοντα» εκεί. Το πιο εξωφρενικό είναι η σχεδόν παντελής απουσία του Γιώργου

 

Μια σιωπηλή, αναίµακτη, συντονισµένη επανάσταση, κατέληξε σε πλήρη αυτοκάθαρση

Λάνθιµου απ' όλα αυτά. Γιατί; Η σεµνότητα σε σηµείο υπερβολής είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που χωρίζει αυτή τη γενιά από όλες τις προηγούµενες. Ας τα πάρουµε από την αρχή.

Το πρώτο µικρό φως εξόδου από το τούνελ των αλαµπουρνέζικων ταινιών του ογδόντα ανάβει µε τον Σωτήρη Γκορίτσα («Απ' το χιόνι»), τον Περικλή Χούρσογλου («Λευτέρης ∆ηµακόπουλος») και τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη.

Μεµονωµένες περιπτώσεις. Τότε, κάπου στα τέλη εκείνης της δεκαετίας του ενενήντα, ο Μάνος Κρεζίας της Odeon προφητικά έλεγε: «Λύση στο πρόβληµα του σινεµά είναι µόνο η ελληνική παραγωγή». Είχε δίκιο. Ολες οι ευρωπαϊκές χώρες προς τις τοπικές παραγωγές είχαν προσανατολιστεί. Ετσι η µηχανή φουλάρει. Ανεξάρτητα από τα ποιοτικά αποτελέσµατα. Καµία σηµασία. Χωρίς εµπορικότητα δεν υπάρχει και παράλληλο κύκλωµα ποιότητας. Αποτέλεσµα; Θυµηθείτε: 2003 «Πολίτικη κουζίνα» του Τάσου Μπουλµέτη - 2004 «Νύφες»του Παντελή Βούλγαρη - 2005 «Σειρήνες στο Αιγαίο» του Νίκου Περάκη - 2007 «El Greco» του Γιάννη Σµαραγδή. Ενδιαµέσως δεκάδες αισθηµατικές κοµεντί και πολλές µπαλαφάρες. Το πλήθος των θεατών επιστρέφει µαζικά στο ελληνικό σινεµά.

Το Νέο Κύµα
Ταυτόχρονα στο υπογάστριο αυτής της διαδικασίας κυοφορείται το Νέο Κύµα. Ολοι – και οι παραγωγοί – ψάχνουν για νέα ονόµατα. Λέει η Νίκη Κατσαντώνη του Κέντρου Κινηµατογράφου: «Τα περισσότερα απ' αυτά τα παιδιά έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό, αρκετά απ' αυτά δουλεύουν στη διαφήµιση και έχουν σκηνοθετήσει βιντεοκλίπ, βλέπουν πολύ σινεµά, ξέρουν και ακούνε µουσική, είναι φίλοι µεταξύ τους και είναι απαλλαγµένα απ' όλες τις παθογένειες του παρελθόντος». Εχει δίκιο. Ετσι εξασκούνται, έτσι διαρκώς µέσα στη ζωή, έτσι αποτινάσσουν από πάνω τους όλη τη σκόνη του αποµονωµένου, βαρυφορτωµένου καλλιτέχνη. ∆ύο τα βασικά τους χαρακτηριστικά: ∆εν επαναστατούν εναντίον κανενός. Οπως, ας πούµε, έκαναν οι γαλλοµαθείς του εβδοµήντα. Ούτε εκλαµβάνουν τον εαυτό τους ως one man show. Και σεναριογράφοι και σκηνοθέτες και παραγωγοί. Μαζί µε αυτούς τους νέους εµφανίζονται και νέοι παραγωγοί. Ας πούµε η Boo Productions µε τον Λάνθιµο (και όχι µόνο).

Ο Παναγιώτης Παπαχατζής µε τον Γιάννη Οικονοµίδη. Η Αθηνά Τσαγγάρη µε τη Χάος Φιλµ. Ο Μοριάρτης της Pan µε τον Καφετζόπουλο και τον Φίλιππο Τσίτο. Η Highway του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου µε τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη. Και πάει λέγοντας.

Εκεί πάνω συµβαίνει το εξής αντιφατικό. Σαν να συνωµοτεί το σύµπαν εναντίον όλων των κακοδαιµονιών. Το 2006 ο Γιώργος Βουλγαράκης (υπουργός Πολιτισµού) αναζητά ένα µεγάλο όνοµαγια τον θώκο του προέδρου του Κέντρου Κινηµατογράφου.

Ο Κώστας Γαβράς απαντάει «No merci, έχω άλλα καλύτερα να κάνω». Το ίδιο και ο Φαίδων Παπαµιχαήλ. Το ίδιο και ο Απόστολος ∆οξιάδης. «Ο Βουλγαράκης», λέει ο Παπαλιός, «ζητάει από τον Απόστολο ένα όνοµα γιατη θέση αυτή. Στο µεταξύ ο Αγγελόπουλος που ρωτήθηκε προτείνει τον Χάρη Παπαδόπουλο (πρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών). Ο Απόστολος προτείνει το δικό µου. Μα, του λέει, αυτός είναι ο πεθερός σου. Και τι µ' αυτό.

Κάνει. Θα δεχτεί; Θα δεχτεί».

Ετσι ο δεξιός Βουλγαράκης, αυτός που κατηγορείται για µύρια όσα, διά µέσου Γιώργου Παπαλιού ανοίγειτην πόρτα στο νέο αίµα. Πώς; Σπρώχνει κάθε πρόταση που ανοίγει νέους δρόµους. Ας πούµε, δίνει µάχη για τη «Στρέλλα» του Π. Κούτρα. Ταυτόχρονα κλείνει τις πόρτες στην επετηρίδα.

«Το ζήτηµα δεν είναι ποιες ταινίες εγκρίναµε. Είναι ποια ονόµατα απορρίψαµε. Οπως Σολδάτο, Παπαδόπουλο, Κανάκη, Κολλάτο και µια Λαζαρίδου που είχε πιάσει όλους σχεδόν τους υπουργούς». Ο Παπαλιός, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγµή. Οµως το συνδικαλιστικό σύστηµα εξακολουθεί να λειτουργεί σαν να µην έχει αλλάξει τίποτα. ∆έκα οργανωµένοι, σαν γροθιά, νοµαταίοι της επιτροπής βραβείων ποιότητας µέσα στους πενήντα µπορούν να επιβάλουν τη θέλησή τους. Και την επέβαλαν. Με άλλα αντί άλλων βραβεία. Λάθος τους. Μεγάλο.

Η «Οµίχλη»
Οι ανυπεράσπιστοι νέοι και δηµιουργικοί σκηνοθέτες συγκροτούν αυθόρµητα το κίνηµα της «Οµίχλης». Από την«Οµίχλη» δηµιουργείται η Ακαδηµία Κινηµατογράφου και απ' αυτήν κάθε χρόνο, από το 2010, ψηφίζουν οι ενεργοί, δραστήριοι άνθρωποι του χώρου για τις καλύτερες επιτεύξεις. Ετσι πέρυσι ο «Κυνόδοντας» αναδεικνύεται καλύτερη ταινία. Ετσι προτείνεται στα Οσκαρ. Και έτσι µπορεί να πάρει το Οσκαρ. Φανταστείτε δηλαδή. Αν δεν υπήρχε η Ακαδηµία και ο «Κυνόδοντας» δεν κέρδιζε το πρώτο βραβείο – πράγµα πολύ πιθανό –, σήµερα η χώρα θα είχε χάσει µία από τις µεγαλύτερες καλλιτεχνικές της διακρίσεις. Για να καταλάβετε. Αυτό που δεν έχει συµβεί σε κανέναν άλλον εργασιακό χώρο (ας πούµε ∆ΕΗ, ΟΤΕ, συγκοινωνίες, νοσοκοµεία) συνέβη στον κινηµατογράφο. Μια σιωπηλή, αναίµακτη, συντονισµένη επανάσταση που κατέληξε σε πλήρη αυτοκάθαρση. Μέσα σε κάτι λιγότερο από δέκα χρόνια, ο ελληνικός κινηµατογράφος από τον πάτο βρέθηκε στην κορυφή. Οπως λέει και το πασίγνωσττο ρητό, λίγο παραλλλαγµένο, οι έσχατοι ήρθαν πρώτοι!

 




Η καταβόθρα από την ακατανίκητη έλξη του Θόδωρου Αγγελόπουλου, που κατάπιε δεκάδες φερέλπιδες, έχει κλείσει.


Πηγή: Τα ΝΕΑ Online / 12-02-2011





Ενημέρωση: 17-02-2011

CLUB