ShareThis

Τόσος καημός για τα βραβεία;

Tου ΑΛΚΗ ΓΑΛΔΑΔΑ


 


«Μόλις πήρα το ποσό της επιχορήγησης από το Κέντρο Κινηματογράφου για την ταινία μου ξέρετε τι ήταν το πρώτο που έκανα; Μπήκα σε ένα μπακάλικο και τους είπα να μου κόψετε μερικές φέτες ζαμπόν αλλά όσο μπορείτε πιο χοντρές», το άκουσα με τα αυτιά μου να λέγεται στο ραδιόφωνο από κάποιο Έλληνα σκηνοθέτη παλιότερα. Το θυμάμαι ακόμη γιατί τότε ακουγόταν έως και συγκινητικό.


Την Τρίτη 3 Μαΐου, στο (κατά τη γνώμη μου υπερφίαλο) κτήριο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ωνασείου η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου θα απονείμει κάτι που ονομάστηκε «Ελληνικά Όσκαρ» (και όπως κατάλαβα η Ακαδημία δεν είχε αντίρρηση αν δεν το υπέβαλε κιόλας να γραφτεί έτσι στις αναφορές διαφόρων εντύπων για τη γιορτή), σε μια βραδιά (επίσης κατά τη γνώμη μου υπερφίαλη) με λάμψη και πνεύμα προφανώς κατ’ αναλογία τη αμερικανικής τελετής, που σε αυτήν προσπαθεί να μας παραπέμψει. Βασικές υποψηφιότητες για τα (ψευτο)Όσκαρ αυτά είναι οι παρακάτω και δίπλα τα εισιτήρια που έκοψαν μέσα στη χρονιά:


 


«Χώρα Προέλευσης»…………του Σύλλα Τζουμέρκα             με 8 000 εισιτήρια
«Μαχαιροβγάλτης»…………...του Γιάννη Οικονομίδη           με 7 150 εισιτήρια
«Απ’ τα Κόκαλα Βγαλμένα»…του Σωτήρη Γκορίτσα             με  12 500 εισιτήρια (ίσως και πιο πολλά)
«Ταξίδι στη Μυτιλήνη»………του Λάκη Παπαστάθη             με 10 000 εισιτήρια
«Attenberg»…………………..της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγγάρη με  11 000 εισιτήρια


 


 


Τα λίγα εισιτήρια σε μια ταινία δείχνουν είτε ότι είναι πολύ προχωρημένη για να την καταλάβουν οι σύγχρονοι με το δημιουργό της θεατές είτε ότι οι πρώτοι θεατές ειδοποίησαν όσους δεν βιάστηκαν, να μην πάνε. Δεν είμαι επαγγελματίας κινηματογραφικός κριτικός και δεν έχει νόημα ή αξία η όποια  δική μου κριτική στις ταινίες αυτές. Είμαι όμως παθιασμένος θεατής, θεωρώ ότι οφείλω πολλά στον κινηματογράφο και σε διάφορους δημιουργούς και τις καλές δημιουργίες τις ψάχνω με επιμονή. Έχω δει να φτιάχνονται πολύ καλά έργα σε κάθε γωνιά του κόσμου. Από το Μάλι μέχρι και το Αζερμπαϊτζάν. Από την Αργεντινή μέχρι τη Ρωσία. Ο κινηματογράφος μου ανοίγει παράθυρα προς τις κοινωνίες, τις πόλεις, τα σπίτια, τελικά και προς τις ψυχές ανθρώπων που βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά μου. Ο κινηματογράφος που αποτυγχάνει τις περισσότερες φορές να το κάνει αυτό για εμένα είναι ο ελληνικός. Δεν ξέρω πόσο εύκολα ο αναγνώστης μπορεί να βρει δέκα ελληνικές ταινίες-αριστουργήματα αλλά εγώ έχω μεγάλη δυσκολία. Αφήνω τις παλιές καλές του Αλέκου Σακελάριου, φτιαγμένες βέβαια κατ’ απομίμηση του ιταλικού νεορεαλιστικού κινήματος και πηγαίνοντας σαράντα χρόνια πριν βρίσκω πως η καλύτερη για εμένα είναι ακόμη η «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, γυρισμένη το 1970-71 και το ότι δεν βρέθηκε άλλη να την ξεπεράσει ήδη αυτό λέει πολλά. Να βάλω δίπλα την «Αναπαράσταση» του Αγγελόπουλου από το 1970, το «Θίασο» του ιδίου το 1975, το «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» του Ντίνου Κατσουρίδη, πάλι από το 1971; Και μετά; Περνούν περίπου δεκαπέντε χρόνια, με μερικές εκατοντάδες ταινίες  εντελώς αδιάφορες και αρκετές να γελάς με τη σοβαροφάνειά τους, και τέτοια ξηρασία που άρχισε να γράφεται δειλά μήπως και οι (χαμηλοάτου επιπέδου)ταινίες του Δαλιανίδη με τη Λάσκαρη, τον Κούρκουλο και άλλους αστέρες της Φίνος Φιλμ ήταν ό,τι καλύτερο βγάζαμε για χρόνια. Τα προβλήματα υπήρχαν βέβαια στη ζωή του κάθε Έλληνα πλην των Ελλήνων σκηνοθετών όπως φαίνεται. Γιατί ο προβληματισμός τους ήταν άλλα αντ’ άλλων. Ας τολμήσει κανείς να μετρήσει σε πόσα σενάρια έχουμε κάποιον συγγραφέα, αντιστασιακό ή εραστή, να επιστρέφει σε ένα τόπο και να γράφεται το στερεότυπο ότι: «συναντιέται με τις μνήμες του». Και δώσ’ του τα φλας-μπακ βιομηχανία.


 


 


 


Οι πιο αξιόλογες δημιουργίες με προβληματισμό γύρω από τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα και κυρίως σε μια σύγχρονη πόλη όπως είναι η Αθήνα ήταν, από όσο θυμάμαι, το 1981 «Οι Απέναντι» του Γιώργου Πανουσόπουλου, το «Βαλκανιζατέρ» του Σωτήρη Γκορίτσα από το 1997 και το 2001 η εξαιρετική, ιδεολογικά τολμηρή, ασπρόμαυρη και με πολλές δυσκολίες γυρισμένη: «Πες στη μορφίνη ακόμη την ψάχνω» του Γιάννη Φάγκρα. Κάπου αξίζει να αναφέρουμε τον «Δεκαπενταύγουστο» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη επίσης από το 1991 και τέλος υπάρχει το αρκετά αξιόλογο «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη το 2002. Και πάλι δηλαδή μέσα σε σαράντα χρόνια δεν μπορέσαμε να βρούμε καν δέκα ταινίες της προκοπής. Και ας μη μιλήσει ο οποιοσδήποτε για δύσκολες συνθήκες παραγωγής γιατί ο παγκόσμιος κινηματογράφος είναι γεμάτος με παραδείγματα ταινιών που έγιναν κάτω από ασφυκτικές συνθήκες και ήταν αριστουργήματα. Να θυμίσουμε μόνο τους διωγμούς από το σοβιετικό καθεστώς του Σεργκέι Παρατζανώφ, ενός Αρμένιου γίγαντα του ποιητικού κινηματογράφου ή τους Ιρανούς σκηνοθέτες του σήμερα που εκτόξευσαν τον κινηματογράφο της πατρίδας τους γυρίζοντας ταινίες με μινιμαλιστικά σενάρια;


 


Ακόμη χειρότερα βέβαια είναι τα πράγματα σε αυτή τη χρονιά όπου οι πέντε δημιουργίες οι έτοιμες υποτίθεται για Όσκαρ (έστω και ελληνικά) προφανώς δεν πλησιάζουν ούτε σε απόσταση να τις βλέπυν από το τηλεσκόπιο όσες ανέφερα πριν. Και αυτό βγαίνει αντικειμενικά και από τα αστέρια που τους έχουν δώσει οι ίδιοι οι επαγγελματίες κριτικοί και από τα όσα έχουν γράψει οι (παθόντες) θεατές σε διάφορους ιστότοπους. Κάθισα και τα έψαξα και είδα ότι οι πιο πολλές δεν περνούν κατά μέσον όρο τα 2.5 αστέρια με άριστα το 5 ή το 6, που σημαίνει ότι το κάθε έργο λίγο-πολύ πάσχει σε αρκετά σημεία, αφού μόλις και πιάνει το πολύ τη βάση.


 


Μεταξύ άλλων παρατηρούμε εδώ και έχει πολλή σημασία αυτό, ότι στις πέντε υποψήφιες έχουμε το φαινόμενο (αντίθετα εντελώς με ό,τι συμβαίνει στη χώρα των γνησίων Όσκαρ) οι ίδιοι οι σκηνοθέτες να γράφουν και το σενάριο και τους διαλόγους, ενώ σε δυο μόνο έχουν και έναν ακόμη μαζί. Τυχαίο που σενάριο και διάλογοι στα έργα του τωρινού ελληνικού κινηματογράφου είναι για κλάματα; Οι ίδιοι οι κινηματογραφικοί κριτικοί που τώρα γράφουν τα καλύτερα για την εκδήλωση και για τη λαμπρή εποχή της κινηματογραφίας μας, για κάποια έργα έφθασαν να δημοσιεύσουν μερικούς διαλόγους ή μονολόγους (κορυφαίοι εφέτος αυτοί του Ricordi Mi με τη Θεοδώρα Τζήμου, βρείτε τους) έτσι για να ευθυμήσουν οι από άλλα γεγονότα πικραμένοι αναγνώστες. Ακόμη πιο καυστικοί όμως οι θεατές έχουν βγάλει ήδη και δικά τους συνθήματα όπως π.χ. «Επιστροφή στη Ναφθαλίνη» (αντί για Μυτιλήνη) ενώ το Attenberg ως τίτλος ακαταλαβίστικης ταινίας τείνει να φθάσει το περίφημο εκείνο από το 1987 «Δοξόμπους», τίτλο  μιας επίσης παροιμιωδώς ερμητικά κλειστής  για το θεατή ταινίας, που είχε γίνει σύνθημα για γέλια σε κάποιο φεστιβάλ. Αυτές οι ταινίες τώρα περιμένουν Όσκαρ. Εκτός και αν στα αποτελέσματα κρύβεται κάποια έκπληξη που θα συνίσταται στην μη απονομή κάποιων πρώτων βραβείων.


 


Αν κρίνω πάντως από τις συνεντεύξεις που δόθηκαν κοπιωδώς τις προηγούμενες ημέρες το μέτρο έχει ήδη χαθεί από την Ακαδημία Κινηματογράφου. Ο Γραμματέας της δήλωσε στη Lifo (28.4.) ότι: «Ο Κυνόδοντας, αν δεν υπήρχε η Ακαδημία δεν θα είχε προταθεί για Όσκαρ. Το site του Αμερικανού διανομέα για την ταινία είχε πρώτες τις ελληνικές διακρίσεις και μετά τις Κάννες». Γουάου για την Ακαδημία λοιπόν, που πέρασε μέσα σε ένα χρόνο και τις Κάννες(!). Και πιο πάνω βέβαια δεν έχει ξεχάσει να μιλήσει για την αναλογία με τα Όσκαρ. Για να μην πει κανείς ότι τα βγάζω εγώ από το μυαλό μου. Η λαμπρή τελετή της 3ης Μαΐου προφανώς θα δώσει την ευκαιρία να φορεθούν καλά φορέματα (για να μην τα τρώει και η ντουλάπα), κόκκινα χαλιά και δωδεκάποντα θα συνευρεθούν, αστερόσκονη θα υπάρχει για όσους την καταναλώνουν βουλιμικά, κάποιοι παλιοί καλοί ηλικιωμένοι και ταλαιπωρημένοι εργάτες του κινηματογράφου θα τιμηθούν, προσφέροντας και λίγη όχι απρόβλεπτη συγκίνηση, θα ειπωθούν μεγάλα λόγια, αντάμα με μικρές εξυπνάδες, θα δούνε και θα τους δουν, «φέρτε τις κάμερες αφιερώνω το βραβείο μου» και θα είναι όλοι μια χαρά μέσα στην κούφια γιορτή τάχα για τον αναγεννημένο ελληνικό κινηματογράφο, έστω και αν εγώ δεν μπορώ να τον δω ακόμη έτσι. Τώρα βέβαια δεν υπάρχει ο ξελιγωμός για χοντρές φέτες ζαμπόν. Κάποια λεφτά έχουν ήδη δοθεί σε ταινίες χωρίς αντίκρισμα στην ψυχή του θεατή και από το νόμο  περιμένουν κι άλλα. Το τι θα κερδίσει ο θεατής και ο ελληνικός κινηματογράφος από αυτό το παρτάκι της οδού Συγγρού δεν μπορώ να το συλλάβω. Κάτι πιο αποτελεσματικό πάντως όπως το να μπορέσουν πολλά παιδιά του Λυκείου ή του Γυμνασίου να πιάσουν μια μηχανή στο χέρι τους και να έχουν κάποια καθοδήγηση ή να μάθουν κάτι παραπάνω για τον κινηματογράφο δεν είδα να ξεπροβάλει μέσα από τη νέα… Ομίχλη όλη την προηγούμενη χρονιά. Ε, ναι, λεφτά δεν υπάρχουν. Ούτε διάθεση; Για φιέστες όμως…


 




 



Πηγή:  protagon.gr / 3 Mαίου 2011



Ενημέρωση: 04-05-2011

CLUB