ShareThis

Αμφιλεγόμενα δάνεια

Του Νίνου Φενέκ Μικελίδη


 


Το θέμα της διάχυσης μιας ιδέας σε ό,τι αφορά το κινηματογραφικό έργο έφεραν στο προσκήνιο οι «Αλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου, που κέρδισαν το βραβείο σεναρίου στο πρόσφατο Φεστιβάλ της Βενετίας.


Ταινία που βασίζεται σε μια παρόμοια ιστορία μ' εκείνη του βιβλίου «Παραβολή» του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη (εκδ. Καστανιώτη). Σε μια αντικατάσταση νεκρού αναφέρεται και η βραβευμένη στη Δράμα ταινία μικρού μήκους «Ωμος προς ενοικίαση» του Δημήτρη Εμμανουηλίδη. Διερωτάται κανείς μέχρι πού φτάνει η σύμπτωση. Πόσω μάλλον όταν και ο «Κυνόδοντας» του ίδιου σκηνοθέτη, που είχε φτάσει ώς τα Οσκαρ, μοιάζει με τη μεξικανική ταινία «Το κάστρο της αγνότητας» του Αρτούρο Ρίπσταϊν, στην ιστορία, τους ήρωες και σε μερικές σκηνές της.


Τα ερωτήματα γύρω από τα όρια ανάμεσα στην επίδραση από μια ιδέα και την αντιγραφή της ξεκινούν ήδη από τα πρώτα χρόνια του κινηματογράφου. Στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, επειδή δεν υπήρχε το κοπιράιτ, διάφορες εταιρείες αντέγραφαν τις ταινίες των άλλων εταιρειών. Για παράδειγμα, όταν στη Γαλλία, πρωτοπόροι του κινηματογράφου, όπως οι αδερφοί Λιμιέρ, ο Ζορζ Μελιές ή η εταιρία «Πατέ», γύριζαν μια ταινία, διάφορες αμερικανικές εταιρείες αγόραζαν μια κόπια, την αντέγραφαν και κυκλοφορούσαν στους πελάτες τους δεκάδες κόπιες των δικών τους ταινιών.


Με την επιβολή όμως του κοπιράιτ οι παραγωγοί ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν για να εξασφαλίσουν τα δικαιώματα ενός λογοτεχνικού ή κινηματογραφικού έργου (σε περίπτωση ριμέικ), πράγμα που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Στις λιγοστές περιπτώσεις που μια εταιρεία γυρίζει έργο χωρίς εξασφάλιση των δικαιωμάτων, η υπόθεση καταλήγει στα δικαστήρια, με την εταιρεία να πληρώνει μεγάλα ποσά. Αντίθετα, στην περίπτωση των έργων που έχουν χάσει το κοπιράιτ, που έχουν δηλαδή γίνει δημόσια ιδιοκτησία, οι παραγωγοί δεν έχουν κανένα πρόβλημα. Γι' αυτό και γυρίζονται αμέτρητες ταινίες των σεξπιρικών έργων, των «Τριών Σωματοφυλάκων», των «Αθλίων», και τόσων άλλων γνωστών έργων τόσο της παγκόσμιας λογοτεχνίας όσο και της δικής μας (π.χ. το έργο του Παπαδιαμάντη).


Πολύ συχνά έχουμε και ελεύθερες διασκευές των έργων αυτών, όπως το «Γουέστ Σάιντ Στόρι» (μεταφορά του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στις ΗΠΑ της δεκαετίας του '50), του «Φάουστ» (όπως η πρόσφατη διασκευή από τον Αλεξάντερ Σοκούροφ), στις οποίες, γίνεται αναφορά στο πρωτότυπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κινηματογράφηση του γνωστού νουάρ μυθιστορήματος «Ο ταχυδρόμος χτυπά πάντα δυο φορές» του Τζέιμς Μ. Κέιν. Πρώτη, ελεύθερη διασκευή (μεταφερμένη στην Ιταλία) έγινε το 1943 από τον Λουκίνο Βισκόντι, με την ταινία του «Ossessione». Ακολούθησε το 1947, μια πιστή, αμερικανική διασκευή του από τον Τάι Γκάρνετ, ενώ το 1981 ο Μπομπ Ράφελσον γύρισε ένα ριμέικ με την Τζέσικα Λανγκ και τον Τζακ Νίκολσον. Στις ελεύθερες διασκευές ανήκει και η ελληνική ταινία «Μαχαιροβγάλτης» του Γιάννη Οικονομίδη, κάτι που ο σκηνοθέτης της δεν αρνήθηκε ποτέ να παραδεχτεί. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, μάλιστα, στην ταινία του «Beautiful People» εμπνεύστηκε από την ταινία του Γκοντάρ «Η περιφρόνηση», πράγμα που το αναφέρει στους τίτλους του. Κάτι που δεν έκανε ο Λάνθιμος στην περίπτωση του «Κυνόδοντα», που έχει πολλά κοινά σημεία με την ταινία του Ριπστάιν.


Τα ριμέικ των ταινιών είναι πια ένα πολύ συνηθισμένο κινηματογραφικό είδος. Ας θυμηθούμε το ριμέικ των «Εφτά σαμουράι» του Κουροσάβα που μετατράπηκε σε γουέστερν («Και οι εφτά ήταν υπέροχοι») από τους Αμερικανούς. Ή το «Για μια χούφτα δολάρια» του Σέρτζιο Λεόνε, που ήταν ριμέικ του ιαπωνικού «Γιοζίμπο» του Ακίρα Κουροσάβα. Και στις δυο περιπτώσεις αναφέρονται στους αρχικούς τίτλους τόσο η πρωτότυπη ταινία όσο και οι σεναριογράφοι της.


Υπάρχουν περιπτώσεις βέβαια που ένας σκηνοθέτης κάνει απλώς μια αναφορά στο έργο κάποιου σκηνοθέτη -με μια ή και δύο, συγκεκριμένες σκηνές- που αποτελεί είδος φόρου τιμής για το δημιουργό που ο σκηνοθέτης θαυμάζει. Αναφέρω τη σκηνή στα σκαλοπάτια της Οδησσού στο «Θωρηκτό Ποτέμκιν» του Αϊζενστάιν, που έχει αντιγραφεί από ορισμένους σκηνοθέτες, με πιο πετυχημένη εκείνη του Μπράιαν Ντε Πάλμα στα σκαλοπάτια του κεντρικού σταθμού της Νέας Υόρκης, στην ταινία του «Οι αδιάφθοροι».


Ο Γκοντάρ και άλλοι σκηνοθέτες κάνουν, πολύ συχνά, αναφορές σε ταινίες που αγαπούν, και δεν διστάζουν να το αναφέρουν είτε στους τίτλους των ταινιών τους είτε σε συνεντεύξεις. Ο Κουέντιν Ταραντίνο, μάλιστα, όταν του ανέφερα, πριν από μερικά χρόνια, ότι πολλές σκηνές της ταινίας του μου θύμιζαν κινέζικες ταινίες σκηνοθετών του Χονγκ Κονγκ και γενικά του ασιατικού κινηματογράφου, όχι μόνο δεν το αρνήθηκε, αλλά μου απάντησε: «Κλέβω από τους άλλους, όλοι μας κλέβουμε, απλά μερικοί δεν τολμούν να το πουν».


Αλήθεια, τι το κακό υπάρχει στο να παραδέχεται κανείς τις αναφορές και τις επιδράσεις του;






Ενημέρωση: 17-10-2011

CLUB