Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου: το σύστημα μπλόκαρε
* της Βένιας Βέργου
Πώς βλέπει το είδωλό του στον καθρέφτη το ελληνικό σινεμά; Μια ματιά στις φετινές υποψηφιότητες για τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, και η απονομή των βραβείων την Δευτέρα 7 Μαΐου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, θα δώσουν τις απαντήσεις. Μέχρι τότε, στέκομαι στη σημερινή δήλωση της προέδρου της ΕΑΚ, Κατερίνας Ευαγγελάκου, ότι “ο ελληνικός κινηματογράφος στηρίζεται, κυρίως, στους ανθρώπους που τον δημιουργούν, οι οποίοι αποτελούν ένα από τα πιο υγιή κομμάτια της κοινωνίας μας”, και προβληματίζομαι. Διότι βρίσκω προβληματικό το να απομονώνεις από τον ελληνικό κινηματογράφο και να χαρακτηρίζεις ως ‘υγιείς’ μόνο τους ‘ανθρώπους που τον δημιουργούν’ (σκηνοθέτες, παραγωγούς, ηθοποιούς και τεχνικούς συντελεστές, δηλαδή). Ο ελληνικός κινηματογράφοw, όπως κάθε εθνική κινηματογραφία, συναποτελείται από πολλούς άλλους παράγοντας. Περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, τους κριτικούς κινηματογράφου και τους δημοσιογράφους που λειτουργούν ως διαμεσολαβητές για το κοινό, τους διανομείς που τον διακινούν στις αίθουσες, τους εκάστοτε αρμόδιους για την διακίνησή του στο εξωτερικό (Hellas Film, ΕΚΚ κτλ.), τους υπεύθυνους προγράμματος και τους curators που τον προωθούν στα φεστιβάλ (ή τον απορρίπτουν), τους φορείς που τον διαφυλάττουν ως πολιτιστική κληρονομιά (Ταινιοθήκη της Ελλάδος), καθώς και τους υπεύθυνους επικοινωνίας που τον προωθούν στα μίντια. Η εμμονή της ΕΑΚ να περιορίζεται σε μία μόνο μερίδα απ’ όλη την πίτα που συναποτελεί το ελληνικό σινεμά, δεν είναι μόνο κοντόφθαλμη και αυτιστική. Είναι και δηλωτική της χρόνιας ελληνικής παθογένειας ν’ αντλεί δύναμη από το μέρος και όχι από το σύνολο.
Ψάχνω σήμερα τις αιτίες πίσω απ’ αυτό τον αυτισμό που εξ αρχής επέδειξε η ΕΑΚ -παρ’ ότι άνθισε στην πιο γόνιμη περίοδο του ελληνικού σινεμά των τελευταίων χρόνων. Πίσω από τις δήθεν προφάσεις περί μίμησης των μοντέλων άλλων ευρωπαϊκών ακαδημιών, η γκετοποίηση που έχει επιβάλλει η ΕΑΚ οφείλεται και σε μια μεγάλη αλήθεια: την εμπόλεμη ζώνη που άνοιξαν οι κριτικοί με τους σκηνοθέτες και τα κολλητηλίκια που έχτισαν με τους διανομείς. Κάτι που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και εδραιώθηκε ως πάγια τακτική στα ’00’ς. Όταν οι διανομείς πλούτισαν, διεθνοποιήθηκαν και άρχισαν να κολακεύουν τους κριτικούς στέλνοντας τους σε πανάκριβα junkets στο εξωτερικό για συνεντεύξεις, με στόχο την προώθηση των ταινιών τους. Οι Έλληνες κριτικοί κάθονταν πλέον στο ίδιο τραπέζι με τον Τζορτζ Κλούνεϊ και τον Μπρατ Πιτ, δεν είχαν χρόνο (και φαιά ουσία) για το έργο του οποιουδήποτε x Έλληνα σκηνοθέτη. Αντίστοιχα, οι Έλληνες διανομείς επένδυαν πολύ περισσότερο στο ξένο προϊόν, απ’ ότι στην προώθηση του ελληνικού, οι δε Έλληνες σκηνοθέτες δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους, ενισχύοντας την αποξένωση.
Σήμερα όμως, πρέπει ν’ ανασυνταχτούμε. Οι Έλληνες κριτικοί οφείλουν να θυμηθούν τον θεμελιώδη ρόλο τους, που είναι ο ανοιχτός κι εποικοδομητικός διάλογος με βάση την αναλυτική σκέψη πάνω στο έργο των σκηνοθετών, και όχι τα τραπεζώματα με τους διανομείς. Και η ΕΑΚ οφείλει να πετάξει τις παρωπίδες και ν’ αναγνωρίσει ως μέλη της όλους τους παράγοντες του ελληνικού σινεμά (ως προς τους κριτικούς π.χ., όχι μόνο όσους βάζουν απλώς αστεράκια στις ταινίες των διανομέων της εβδομάδας). Μόνο τότε θα αρχίσει να λειτουργεί και η περίφημη διαφάνεια και θα βλέπουμε (επιτέλους) και μια πιο δίκαιη κατανομή στις υποψηφιότητες. Διότι ο φετινός τραγέλαφος της απουσίας από την κατηγορία καλύτερης ταινίας των δυο πιο πολυταξιδεμένων διεθνώς ταινιών της χρονιάς (Άλπεις του Γ. Λάνθιμου και Wasted Youth των Α. Παπαδημητρόπουλου και J. Vogel), είναι ενδεικτικός του πόσο γρήγορα “μπλόκαρε” ο θεσμός από τους ‘παράγοντες’ που εξ’ αρχής τον χρησιμοποίησαν για προσωπική ανάδειξη. Πρέπει επιτέλους να μάθουμε ως λαός πως, είναι γελοίο, ενώ κερδίζεις την αναγνώριση από ολόκληρο τον κόσμο, να εισπράττεις την απαξίωση στο ίδιο σου το σπίτι.
*Η Βένια Βέργου είναι κριτικός κινηματογράφου.
Πηγή άρθρου: protagon.gr
Ενημέρωση: 19-04-2012